Skip to main content

Mε την ψήφο του λαού Σουλτάνος της Τουρκίας

Mε την ψήφο του λαού Σουλτάνος της Τουρκίας

Τρεις απανωτές εκλογικές νίκες, η καθεμιά μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Τρεις απανωτές πρωθυπουργικές θητείες πλούσιες σε επιτυχίες. Εντεκα συναπτά έτη στην εξουσία χωρίς στρατιωτικό πραξικόπημα… και με το μέλλον να διαγράφεται μπροστά του «λαμπρό».
Απόλυτος κυρίαρχος πλέον στο εσωτερικό της Τουρκίας, ο ισλαμιστής Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν οδεύει προς ακόμη έναν θρίαμβο στις προεδρικές εκλογές που
διεξάγονται σήμερα στη γείτονα, έναν θρίαμβο που θα του εξασφαλίσει άλλα πέντε χρόνια στο τιμόνι της χώρας. Ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ παρέμεινε στην εξουσία για 15 χρόνια (1923-1938). Συγκριτικά, εάν ο Ερντογάν ολοκληρώσει μια προεδρική θητεία, θα τον έχει ξεπεράσει και θα κοντράρεται πλέον σε χρόνια… μόνο με τον σουλτάνο.


Η σκληρή ισλαμική του ατζέντα άλλωστε τον τοποθετεί πιο κοντά στον Σουλεϊμάν τον «μεγαλοπρεπή» (που πέρασε κοντά 46 χρόνια στον θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και τον σουλτάνο Σελίμ τον Α’ (από τον οποίο πήρε και το όνομά της γέφυρα στον Βόσπορο)… παρά στον κοσμικό Ατατούρκ. Για πρώτη ��ορά έπειτα από την εποχή του Κεμάλ, η Τουρκία θα έχει έναν πρόεδρο εκλεγμένο από τον λαό, ο οποίος θα κάνει κουμάντο χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν, σχολιάζουν οι αναλυτές. Αυτό που εντυπωσιάζει ωστόσο στην περίπτωση του «νέου σουλτάνου» Ερντογάν, όπως τον αποκαλεί το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel», είναι πως αυτός ξεκίνησε από χαμηλά, ως προστάτης των μη προνομιούχων και εχθρός των ελίτ, για να έρθει εν συνεχεία να εξελιχθεί ο ίδιος σε… αδιαφιλονίκητο ισλαμιστή άρχοντα.

Εντυπωσιακή πορεία
Πρόεδρος της νεολαίας στο κόμμα του ισλαμιστή Ερμπακάν, έπειτα δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, από τη δημαρχία στη φυλακή κυνηγημένος από τους κοσμικούς, και από τη φυλακή στην εξουσία. Η πορεία του προς την κορυφή εντυπωσιάζει, ενώ η πολυετής παραμονή του στην κορυφή πλέον τρομάζει τους έχοντες δημοκρατικές ευαισθησίες.

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μεγάλωσε στη φτωχική γειτονιά Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης με τη φιλοδοξία να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Εάν μάλιστα δεν τον είχε εμποδίσει ο πατέρας του μπορεί και να γινόταν. Γόνος συντηρητικής ισλαμικής οικογένειας, αρχίζει από φοιτητής να δείχνει τις αντικομμουνιστικές και αντισημιτικές του διαθέσεις. Τα μέσα της δεκαετίας του 1970 τον βρίσκουν να ηγείται της νεολαίας του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας (MSP) του ισλαμιστή Νετζμετίν Ερμπακάν στην Κωνσταντινούπολη. Είναι ακόμη η περίοδος που το βαθύ κράτος λύνει και δένει στην Τουρκία απαγορεύοντας και διαλύοντας τις ισλαμικές παρατάξεις όποτε προκύπτει σχετική ανάγκη. Ο «δάσκαλος» Ερμπακάν (ο πρώτος ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας) αλλά και ο Τουργκούτ Οζάλ (πρωθυπο��ργός από το 1983 έως το 1989 και πρόεδρος εν συνεχεία έως το 1993) επρόκειτο να επηρεάσουν αποφασιστικά την πολιτική που θα ακολουθούσε μετέπειτα ο Ερντογάν σε θέματα διακυβέρνησης (δημοψηφίσματα, προώθηση προεδρικού συστήματος), θρησκείας (κυριαρχία της ισλαμικής ατζέντας), οικονομίας (νεοφιλελευθερισμός, άνοιγμα στο ξένο κεφάλαιο, ιδιωτικοποιήσεις, λιγότερο κράτος κ.ά.), αλλά και ως προς τα λοιπά ανοιχτά μέτωπα σε εσωτερικό και εξωτερικό (άνοιγμα σε Κούρδους και Αρμένιους).

Ο Ερντογάν εκλέγεται δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης το 1994 και μένει στο συγκεκριμένο πόστο έως το 1998. Αν και ισλαμιστής (στέλεχος του Κόμματος Ευημερίας, ξανά υπό τον Ερμπακάν), αφήνει στην άκρη τις θρησκευτικές κορώνες και επικεντρώνεται στην πρακτική αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων υποδομής (ύδρευση, κυκλοφοριακό χάος, μόλυνση) σημειώνοντας μάλιστα πρόοδο και ανεβάζοντας τις πολιτικές του μετοχές στον μεγαλύτερο δήμο της χώρας. Η «βελούδινη» ανατροπή του Ερμπακάν από την πρωθυπουργία ωστόσο το 1997 και η συνακόλουθη απαγόρευση του Κόμματος Ευημερίας (RP) στέλνουν τον Ερντογάν… στην παρανομία. Αυτός μάλιστα περνάει τέσσερις μήνες στη φυλακή το 1999 με την κατηγορία της υποκίνησης θρησκευτικού-φυλετικού μίσους.

Νίκη – σταθμός
Δύο χρόνια αργότερα, το 2001, ιδρύει μαζί με τους Μπουλέντ Αρίντς και Αμπντουλάχ Γκιουλ το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), και το 2002 εκλέγεται θριαμβευτικά στην εξουσία (με ποσοστό 34,2% και 363 έδρες) σχηματίζοντας μάλιστα την πρώτη μονοκομματική κυβέρνηση στη γείτονα μετά το 1987. Η εκλογή του δείχνει να προέρχεται από τα κάτω και από το περιθώριο της τουρκικής κοινωνίας. Δίνει φωνή στους μη προνομιούχους (μικροεπαγγελματίες, τεχνίτες, μεσαία τάξη, κατοίκους της τουρκικής περιφέρειας) και ταρακουνάει συθέμελα τη χώρα. Τα κομματικά σλόγκαν δίνουν το στίγμα: «πραγματικός κύριος της εξουσίας είναι ο λαός», «πηγή της νομιμότητας είναι ο λαός», «το AKP είναι το κόμμα του έθνους», «το AKP δεν είναι κρατικό κόμμα αλλά κόμμα του λαού». «Η δημοκρατία είναι καθεστώς εμπιστοσύνης. Πρέπει να επιδεικνύεται σεβασμός στον λαό και στις επιλογές του? Είναι σχεδόν αδύνατο να κυβερνήσει κανείς σήμερα κοιτάζοντας υπεροπτικά τον λαό, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τη γνώμη, τα αιτήματα και τις προσδοκίες των πολιτών», διακήρυττε ο ίδιος ο Ερντογάν τον Απρίλιο του 2004.

Ο Γκιουλ θα ερχόταν χρόνια αργότερα να χαρακτηρίσει εκείνη τη περίοδο ως μια «αθόρυβη επανάσταση». Ακόμη και το έμβλημα του νέου κόμματος, ο λαμπτήρας, έρχεται να αντικατοπτρίσει τον αγώνα εναντίον της διαφθοράς του παλαιού βαθέος κράτους (υπόθεση «Σουσουρλούκ»). Ακόμη τότε ήταν άλλωστε νωπή στη μνήμη η κινητοποίηση «ενός λεπτού σκοτάδι για το φως» του 1997, στο πλαίσιο της οποίας οι πολίτες αναβόσβηναν τα φώτα των σπιτιών τους ζητώντας να χυθεί άπλετο φως στο σκοτάδι του πολιτικού βίου. Ο πρώτος εκλογικός θρίαμβος του Ερντογάν οδηγεί σε νέους θριάμβους.

Το 34,2% που εξασφάλισε ως ποσοστό στις εκλογές του 2002, γίνεται 46,6% το 2007 και 49,83% το 2011. Εάν επαληθευτούν δε οι δημοσκοπήσεις, τότε ο Ερντογάν πρόκειται να εκλεγεί σήμερα στην προεδρία με ποσοστό που θα ξεπερνά το 50%. Και μόνο το γεγονός άλλωστε πως αυτός δεν βρέθηκε αντιμέτωπος με κάποιο στρατιωτικό πραξικόπημα όλα αυτά τα χρόνια αποτελεί επίτευγμα, πολύ δε περισσότερο σε μια χώρα που έζησε τέσσερα πραξικοπήματα μεταξύ 1960 και 1997.

Επιτυχίες εντός συνόρων
Στα 11 χρόνια της πρωθυπουργίας του ο Ερντογάν σημείωσε μεγάλες επιτυχίες ειδικά στον χώρο της οικονομίας (επιτυχίες οι οποίες ωστόσο έχουν πια μάλλον κάνει τον κύκλο τους).

• Το κατά κεφαλήν εισόδημα σχεδόν τριπλασιάστηκε. Ο πληθωρισμός ετέθη υπό έλεγχο. Ο αριθμός όσων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας υποχώρησε σημαντικά (από 20% σε 2,3%). Οι επενδύσεις από το εξωτερικό σημείωσαν ρεκόρ. Οι εξαγωγές τετραπλασιάστηκαν και η ετήσια ανάπτυξη «έπαιξε» κατά μέσον όρο στο 5,5%.

• Ο Ερντογάν αύξησε τον προϋπολογισμό για την παιδεία. Εχτισε σχολεία, αεροδρόμια, δρόμους και σιδηροδρόμους. Συνεπαρμένος από έναν αέρα απόλυτης κυριαρχίας, προχώρησε και σε έργα πιο… «φαραωνικά»: τρίτο αεροδρόμιο στην Κωνσταντινούπολη, τρίτη γέφυρα και υποθαλάσσια σήραγγα στον Βόσπορο κ.ά.

• Στην εξωτερική πολιτική, αντιθέτως, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» που υποσχόταν, ενώ και το κύρος της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης πλέον αμφισβητείται. Αυτό που επέτυχε ωστόσο ο Ερντογάν ήταν να αποκαταστήσει ένα αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας στις καρδιές εκατομμυρίων Τούρκων που ένιωθαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η υπερηφάνεια ωστόσο επρόκειτο να ματώσει στους τουρκικούς δρόμους, χτυπημένη από την καταστολή και φιμωμένη από τη λογοκρισία.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης