Skip to main content

Καλλιρρόη Παρρέν: H πρωτοπόρος φεμινίστρια


Στις 15 Ιανουαρίου του 1940, έφυγε από τη ζωή η Καλλιρρόη Παρρέν, μία από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες. Ήταν η ψυχή της έκδοσης “Εφημερίς των Κυριών”, ενός εντύπου που στόχευε στην πνευματική και κοινωνική ανύψωση της γυναίκας με την παροχή πλήρων δικαιωμάτων στην εκπαίδευση και την εργασία.

Η Καλλιρρόη Παρρέν αγωνίστηκε συστηματικά και με πάθος για τη χειραφέτηση της Ελληνίδας. Μεγάλη μορφή του υγιούς φεμινισμού, για πολλά χρόνια καθοδηγούσε τη γυναίκα με γνώμονα την ισοτιμία των δύο φύλων σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής αλλά με απόλυτο σεβασμό στο θεσμό της οικογένειας, του στυλοβάτη της ελληνικής κοινωνίας. Πίστευε ότι «το μεγαλείο της πατρίδας έγκειται στο μεγαλείο των θυγατέρων» της και δίκαια χαρακτηρίστηκε «Μάνα της νεώτερης Ελληνίδος».


Η Παρρέν πίστευε στην αυτοχειραφέτηση της γυναίκας:
«Η Ελληνίς δύναται να αναλάβει τον της αναπτύξεώς της αγώνα μόνη, μη προσδοκούσα εν τω σταδίω τούτω το παράπαν την συνδρομή του ανδρός, διότι ούτος αδιαφορεί και εν τω εγωισμώ του εν μόνο βλέπει, εν επιθυμεί και θέλει, την δουλικήν της γυναικός υποταγήν εις τα νεύματά του»,
έγραφε στο πρώτο φύλλο της “Εφημερίδας των Κυριών”, το οποίο κυκλοφόρησε στις 8 Μαρτίου του 1887.

Τα πρώτα της χρόνια
Η Καλλιρρόη Παρρέν, το γένος Σιγανού, γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1861 στα Πλατάνια Αμαρίου του Ρεθύμνου. Ήταν λόγια, εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος. Πατέρας της ήταν ο Στυλιανός Σιγανός. Το 1867, μετά την Επανάσταση του 1866, ο πατέρας της μετέφερε την οικογένειά του στον Πειραιά και ο ίδιος επέστρεψε στην Κρήτη για να πολεμήσει τους Τούρκους.

Αρχικά φοίτησε στο σχολείο Σουρμελή και στη συνέχεια στη Γαλλική Σχολή των Καλογραιών στον Πειραιά. Το 1878 πήρε το πτυχίο της δασκάλας από το Αρσάκειο. Στη συνέχεια ανέλαβε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας Οδησσού. Μετά από μία διετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα και Αγγλίδας μητέρας, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.


Έχοντας την υποστήριξη του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, ο οποίος την ενθάρρυνε στους αγώνες της, αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Έτσι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια διεκδικεί και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και εκδότριας, όταν το 1888 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα “Εφημερίς των Κυριών”, την πρώτη εφημερίδα που συντασσόταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες, κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά.Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισάγει και στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής.

Η Παρρέν, που στα δύο πρώτα φύλλα υπέγραφε τα άρθρα της με το ψευδώνυμο “Εύα Πρενάρ” (αναγραμματίζοντας το επίθετο της), πλαισιωνόταν στη σύνταξη της εφημερίδας από γυναίκες του πνεύματος και της τέχνης. Το πρώτο φύλλο κυκλοφόρησε σε 3.000 αντίτυπα που έγιναν ανάρπαστα και ανατυπώθηκε σε 7.000 που πουλήθηκαν την ίδια μέρα σε μια Αθήνα με πληθυσμό 65.000 κατοίκων, από τους οποίους πολλοί ήταν αναλφάβητοι. Αρχικά η “Εφημερίς των Κυριών” ήταν εβδομαδιαία και από τις 25 Μαρτίου 1907 έγινε δεκαπενθήμερη.

Το έντυπο υπήρξε ο πρόδρομος της φεμινιστικής κίνησης στην Ελλάδα και συνετέλεσε στη δημιουργία της πρώτης σοβαρής γυναικείας οργάνωσης των Ελληνίδων, με τη σύσταση της Ενώσεως των Ελληνίδων, η οποία δημιούργησε την πρώτη οικοκυρική και επαγγελματική σχολή στην Αθήνα. Από τις στήλες της εφημερίδας οι γυναίκες αρθρογράφοι απαιτούσαν, μεταξύ άλλων, να επιτραπεί η είσοδος των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και να δοθεί ψήφος στις γυναίκες.


Οι πρώτες αντιδράσεις γι’ αυτή την προσπάθεια χειραφέτησης των γυναικών μέσω της εφημερίδας ήταν από αρνητικές έως χλευαστικές. Μάλιστα υπήρξαν και απειλητικά σχόλια εναντίον της “αναρχικής” Πρενάρ (όπως υπέγραφε). «Θα την συντρίψω διότι μαστροπεύει τας γυναίκας. Έχω και μάννα και αδελφήν άγαμον», δήλωνε ο διευθυντής της εφημερίδας “Επιθεώρησις”, ενώ ο διευθυντής της “Ακροπόλεως” συμπλήρωνε: «Αι γυναίκες είναι πετεινόμυαλαι και ελαφραί. Δεν αξίζει τον κόπον να ασχοληθώμεν».

Αλλά και ο Εμμανουήλ Ροΐδης εκφραζόταν υποτιμητικά για τη γυναίκα. Είχε υποστηρίξει ότι οι γυναίκες που εξασκούν «ανδρικά» επαγγέλματα (όπως γιατρού και δικηγόρου) αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας και ότι μόνο δύο επαγγέλματα αρμόζουν στις γυναίκες, εκείνα της νοικοκυράς και της εταίρας. Η Παρρέν τού απάντησε από τις στήλες της εφημερίδας ότι δεν έχει ιδέα από τις γυναίκες και τον κατηγόρησε ότι δημοσιεύει στις εφημερίδες τα απομεινάρια της πνευματικής του παραγωγής. Περιγράφει τον Ροΐδη ως φύλακα άγγελο του παλαιού καθεστώτος, θεωρεί ότι ο τύπος της γυναίκας που περιγράφει στο άρθρο του είναι ανύπαρκτος και ότι οι απόψεις του είναι αναχρονιστικές και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.

Γρήγορα όμως τα ειρωνικά σχόλια για την Παρρέν και την εφημερίδα μεταβλήθηκαν σε θαυμασμό για το θάρρος με το οποίο επέβαλε και υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των γυναικών, τη χειραφέτησή τους, την πνευματική και κοινωνική τους εξύψωση.


Αρκετοί ήταν εκείνοι που θαύμασαν την πέννα των συντακτριών της “Εφημερίδας των Κυριών” και υποστήριξαν τον αγώνα τους, όπως ο συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο οποίος στάθηκε δίπλα στην Παρρέν και δήλωσε δημόσια: «Η συντροφιά σου είναι πολύτιμη. Το ήθος σου, η τόλμη και η γραφή σου θαύμα. Εύγε σου, Δέσποινα της φιλαλληλίας και της προόδου. Στηρίζω τους αγώνες σου, των γυναικών τους αγώνες με όλη μου τη δύναμη».

Ο Κωστής Παλαμάς, ο μεγάλος μας ποιητής, όταν διάβασε την εφημερίδα της Παρρέν μαγεύτηκε κυριολεκτικά και της αφιέρωσε το ποίημα:

«Χαίρε γυναίκα/ εσύ Αθηνά, Μαρία, Ελένη, Εύα/ να η ώρα σου!/ Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε κι ανέβα/ και καθώς είσαι ανάλαφρη/ και πια δεν είσαι σκλάβα/ προς τη μελλούμενη αγία γη πρωτύτερα/ εσύ τράβα/ κι ετοίμασε τη νέα ζωή/, μιας νέας χαράς/ υφάντρα/ και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί/ τον άντρα/και πλάσε τον Πρωτοπλάστη».

Ο Βλάσσης Γαβριηλίδης θεωρούσε την Καλλιρρόη Παρρέν ως μια «κοινωνική δύναμη για την αλλαγή του καθεστώτος σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία».

Η “Εφημερίς των Κυριών” ήταν από τα μακροβιότερα γυναικεία έντυπα της χώρας μας. Η επιτυχία της Παρρέν έγκειται στο ότι δεν αμφισβήτησε τη γυναικεία φύση, αλλά εν ονόματι της γυναικείας φύσης διεκδίκησε την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού των γυναικών και πρόβαλε το δικαίωμά τους να μορφώνονται και να χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους σε βιοποριστικό επάγγελμα. Δε ζήτ��σε να τις απομακρύνει από το σπίτι και τα ιδιαίτερα καθήκοντά τους και τόνωσε την πίστη στα πάτρια ήθη και έθιμα. Τη βοηθούσε στο δύσκολο έργο της, που ήταν αντίθετο στις αντιλήψεις και πεποιθήσεις εκείνης της εποχής, η έμφυτη δύναμη του λόγου και της πέννας της. Με τη συναρπαστική ευγλωττία της ασκούσε μεγάλη γοητεία στο ακροατήριό της.

Η “Εφημερίς των Κυριών” συνέχισε να εκδίδεται για τριάντα σχεδόν χρόνια, μέχρι το 1918, όταν η Καλλιρρόη Παρρέν εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Ήταν φανατική μοναρχική και αντιβενιζελική.

Το πλούσιο φιλανθρωπικό της έργο Εκτός από την έκδοση της εφημερίδας, η Καλλιρρόη Παρρέν με σοφές διαλέξεις και κατάλληλα άρθρα διαφώτιζε την κοινή γνώμη και οδηγούσε σε μία λογική χειραφέτηση που εμπνεόταν από τα ιδανικά του Έθνους.

Αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε διάφορα διεθνή τότε συνέδρια στο Παρίσι (1889, 1891 και 1896), στο πρώτο των οποίων είχε προεδρεύσει ο φιλόσοφος Ζιλ Σιμόν. Το 1893 αντιπροσώπευσε τις Ελληνίδες στο Διεθνές Συνέδριο του Σικάγου, και το ίδιο έτος, μετά την επιστροφή της, ίδρυσε την “Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών” προς βοήθεια περισσότερο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των απόρων γυναικών.
Ενέπνευσε στις γυναίκες αυτοπεποίθηση και στους άνδρες εμπιστοσύνη στις γυναικείες ικανότητες. Στηρίχτηκε το πρόγραμμά της στις ακλόνητες βάσεις της Ιστορίας και των παραδόσεων και υποστήριξε συγκεκριμένες πρωτοπόρες θέσεις για τη γυναίκα. Άνοιξε τις πόρτες των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και ως συνέπεια άνοιξαν οι πόρτες των δημόσιων υπηρεσιών. Κατοχύρωσε νομικά τη μείωση των ωρών εργασίας και πέτυχε την αύξηση του ημερομισθίου, τη βελτίωση των όρων εργασίας και την αναγνώριση της προσφοράς της γυναίκας στην οικογένεια ως νοικοκυράς, συντρόφου, μητέρας και παιδαγωγού. Προετοίμασε το έδαφος για το δικαίωμα της ψήφου, του εκλέγειν στην αρχή και αργότερα του εκλέγεσθαι.

Παράλληλα δε με μηνιαίο παράρτημα στην “Εφημερίδα των Κυριών” με τίτλο “Οικιακή Εφημερίς” έδινε πρακτικές οδηγίες κοπτικής, ραπτικής, μαγειρικής, υγιεινής διατροφής, οικιακής οικονομίας, καλής συμπεριφοράς και εθιμοτυπίας. Και επειδή, εκείνη την εποχή, το μόνο δικαίωμα δράσεως που αναγνωριζόταν στη γυναίκα έξω από το σπίτι ήταν η φιλανθρωπία, οργάνωσε χώρους εξάσκησης αυτής της φιλανθρωπίας με τη σωστή της έννοια. Ίδρυσε δηλαδή με δική της πρωτοβουλία κα�� σε συνεργασία με άλλες αξιόλογες κυρίες διάφορα ευαγή ιδρύματα και οργανώσεις καθώς και εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Το 1890 ίδρυσε το πρώτο “Κυριακό Σχολείο” (“Σχολή της Κυριακής, απόρων γυναικών και κορασίδων”), την οποία και έθεσε υπό την προστασία (αιγίδα) και προεδρία της βασίλισσας Όλγας, όπου διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση εργάτριες και υπηρέτριες.

Το 1895 ίδρυσε το Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης για ανύπαντρες μητέρες και για προστασία από μύριους κινδύνους εργατριών και άλλων κοριτσιών, με σκοπό «την παροχή ηθικής προστασίας και περιθάλψεως των υπηρετριών και εργατίδων, αίτινες στερούνται εργασίας και ευρίσκονται μακράν των γονέων και συγγενών των». Έδωσε στη λέξη “άσυλο” την πραγματική της σημασία: Άσυλο είναι ο χώρος ο απαραβίαστος ακόμα και από το βλέμμα των περαστικών. Δεν είναι τόπος οδύνης καταδικασμένων ανθρώπων ή κοινωνικών αποβρασμάτων. Είναι ιερό, στοργικό, προστατευτικό καταφύγιο.

Το 1896 ίδρυσε το Άσυλο Ανιάτων με τη βοήθεια 20 άλλων κυριών, ανάμεσά τους η Ναταλία Σούτσου, χωρίς κρατική επιδότηση, μόνο με προσφορές φιλάνθρωπων, που έγινε «φωτεινός φάρος της ανθρώπινης αλληλεγγύης».

Το 1896 ίδρυσε τη Μεγάλη Ένωση των Ελληνίδων, υπό τη διεύθυνση της Αικατερίνης Λασκαρίδου, από τα τμήματα της οποίας το 1900 έγινε Σχολή Επαγγελματικής και Οικοκυρικής και Σχολές Νοσηλείας που στάθηκαν πολύτιμες στους τότε πολέμους του 1897, του 1912 και του 1922. Δύο χρόνια μετά ίδρυσε τον “Πατριωτικό Σύνδεσμο” (1898). Ακόμα και πλωτά νοσοκομεία οργάνωσε η Καλλιρρόη Παρρέν και τότε το κράτος αναγνώρισε την αξία της προσφοράς των Σχολών Νοσηλείας που ο καρπερός νους της μεγάλης Κρητικιάς εμπνεύστηκε.

Το 1911 ίδρυσε το Λύκειο των Ελληνίδων, το αποκορύφωμα του έργου της. Από τη μικρή πρώτη ομάδα των επτά γυναικών που προσκάλεσε στις 2 Δεκεμβρίου 1910 στο σπίτι της, και που αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα του Λυκείου των Ελληνίδων, μέχρι τα σημερινά χιλιάδες μέλη του σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, το Λύκειον των Ελληνίδων διαπνέεται πάντοτε από το ίδιο πνεύμα εθελοντικής και ανιδιοτελούς προσφοράς. Σύμφωνα με το καταστατικό του, σκοποί του είναι «ο μεταξύ γυναικών των γραμμάτων, των επιστημών, των τεχνών, σύνδεσμος προς εξυπηρέτησιν και προστασίαν αυτών και προς αναγέννησιν και διατήρησιν των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων…».

Η Καλλιρρόη Παρρέν, βλέποντας την ξενομανία της εποχής της, σκέφτηκε πως ο καλύτερος τρόπος για να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας είναι να κρατήσουμε ζωντανή την ελληνική παράδοση, τις ρίζες μας, τα ήθη και τα έθιμά μας. Και παράδοση είναι, μαζί με το χορό, και η γλώσσα και η ιστορία και οι διάφορες αξίες, η ελευθερία, η πίστη στην Ορθοδοξία και το θεσμό της οικογένειας, ο σεβασμός των ηλικιωμένων, η τιμή στα εθνικά σύμβολα… Κι όλα αυτά τα έθεσε ως σκοπούς στο Λύκειο των Ελληνίδων, που μέχρι σήμερα με τα παραρτήματά του και τα γραφεία του σε όλο τον κόσμο συνεχίζει με θέρμη τον αγώνα για τη διατήρηση της ελληνικής μας ταυτότητας.

Ακούγεται ολοζώντανη η φωνή της Καλλιρρόης Παρρέν να φωνάζει με πάθος:«Έλληνες πολίτες, κρατήστε ό,τι είναι ελληνικό. Είναι δουλικότητα, ξιπασιά, αμάθεια η ξενομανία. Είναι πιθηκισμός. Έχουμε τα πάντα ελληνικά, είναι πιο όμορφα από κάθε τι ξένο».Η παθιασμένη Ρεθυμνιώτισσα ποτέ δε σταμάτησε τις κινήσεις υπέρ της παροχής ίσων ευκαιριών συμμετοχής στην εκπαίδευση και την πολιτική ζωή της χώρας στις γυναίκες, που όλες δυστυχώς ��πό τις κρατούσες τότε κυβερνήσεις ατύχησαν.

Μετά από δικά της διαβήματα, η κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη επέτρεψε τη φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, όταν πλέον αυτό είχε γενικευτεί στην Ευρώπη. Επίσης, η Παρρέν ήταν η πρώτη που κίνησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, ήδη από τη δεκαετία του 1890, που όμως καμία κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε, ούτε του Βενιζέλου, ούτε του Παπαναστασίου, μέχρι που κατέληξε να γίνει πραγματικότητα μετά από 70 χρόνια.

Τελικά το 1949 οι Ελληνίδες μετά από πολλούς αγώνες και πιέσεις αποκτούν το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» στις δημοτικές εκλογές, το οποίο είχαν μόνον οι εγγράμματες άνω των 30 ετών, απόφαση η οποία επεκτάθηκε το 1952 και για τις βουλευτικές εκλογές. Η Ελένη Σκούρα (μαζί με τη Βιργινία Ζάννα από το “Κόμμα Φιλελευθέρων” υπήρξαν οι δύο πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα στην Ελλάδα) εκλέχτηκε το 1953 σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη με το συνδυασμό “Ελληνικός Συναγερμός”. Η πρώτη Ελληνίδα που κατέλαβε υπουργικό αξίωμα ήταν η Λίνα Τσαλδάρη, σύζυγος του πολιτικού Παναγή Τσαλδάρη. Εκλέχτηκε βουλευτής στις εκλογές του 1956 και του 1958 και διετέλεσε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας για την περίοδο 1956-1958.

Το συγγραφικό της έργο

Η Καλλιρρόη Παρρέν είχε εξέχουσα θέση στην αθηναϊκή κοινωνία με την πολύμορφη, επιβλητική προσωπικότητά της. Ήταν πανέξυπνη, λόγια, γλωσσομαθής, προικισμένη, με αφάνταστες ικανότητες και συγγραφικό-λογοτεχνικό ταλέντο.

Έγραψε πολλά άρθρα, δοκίμια, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα με βασικό θέμα πάντα τη θέση της γυναίκας στα τότε κοινωνικά προβλήματα. Έργα της είναι: “Η ιστορία της γυναικός” (1889, τρεις τόμοι), “Η μάγισσα” (1901), “Το νέον συμβόλαιον” (1901), “Η ζωή ενός έτους”, “Επιστολαί Αθηναίας προς Παρισινήν”, “Η χειραφετημένη” (1915, μυθιστόρημα που παίχτηκε στο Θέατρο Κυβέλης), “Τα βιβλία της αυγής” (τρία μυθιστορήματα), “Το νέον συμβόλαιο” (1901), “Η νέα γυναίκα” (τρίπρακτο δράμα, που παίχτηκε στο Θέατρο Μαρίκας Κοτοπούλη) και “Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη Ρωσία, την Αμερική, τη Σουηδία”.

Οι διακρίσεις

Η Καλλιρρόη Παρρέν-Σιγανού είναι η πρώτη Ελληνίδα που τιμήθηκε με τον Χρυσόν Σταυρό των Ιπποτών του Σωτήρος, το Αργυρούν Μετάλλιον της Ακαδημίας των Αθηνών και το Μετάλλιο τη Πόλεως των Αθηνών.

Το έργο της αναγνωρίστηκε διεθνώς. Η κυβέρνηση της Ελλάδος έκανε το Λύκειο των Ελληνίδων “Εθνικό Ίδρυμα”, και δίκαια, γιατί υπήρξε το “Σχολείο” που έδωσε εθνική αγωγή στις Ελληνίδες και σήμερα αγωνίζεται για την ανεύρεση, τη συντήρηση και την προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Το τέλος

Η Καλλιρρόη Παρρέν είναι από τα πιο φωτισμένα μυαλά του τόπου μας, η πρώτη Ελληνίδα δημοσιογράφος, η εκπληκτική πρωτοπόρος, η τολμηρή αγωνίστρια. Η εμπνευσμένη δημιουργός άφησε αυτόν τον κόσμο στις 15 Ιανουαρίου του 1940, χτυπημένη από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, όπως οι ήρωες που διακρίνονταν στα πεδία των μαχών. Πολέμησε σκληρά και εκείνη κατά της αμάθειας, των προλήψεων, των σφαλερών ιδεών. Πρόσφερε τον εαυτό της ολόκληρο για την ανύψωση της Ελληνίδας και την πρόοδο της Πατρίδας. «Είχε κλείσει στα μύχια της καρδιάς της την Ελλάδα».

Πενήντα δύο χρόνια μετά το θάνατό της, στις 6 Ιουνίου 1992, η Καλλιρρόη Παρρέν-Σιγανού τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, αριστερά της εισόδου προ των μεγάλων μαυσωλείων.


ΠΗΓΗ: https://www.neakriti.gr/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης

Παρουσίαση των ιστορικών βιβλίων του συγγραφέα Θεόδωρου Δημοσθ. Παναγόπουλου.

Ο Θεόδωρος Παναγόπουλος έρχεται με νέες αποκαλύψεις και περνάει από “δίκη” όλ��υς εκείνους που…