Ολιγόστευαν οι σκύλοι, και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη «φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».
Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο, πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο, πάντα σκούζοντας «Αλλά».
Παντού φόβος και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί·
παντού κλάψα, παντού αντάρα, και
παντού ξεψυχισμοί.
Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι εις τ’ αυτιά δεν τους λαλεί.
‘Ολοι χάμου εκείτοντ’ όλοι εις την τέταρτην αυγή.
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά.
Της αυγής δροσάτο αέρι, δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι· φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Αφήστε μια απάντηση