Skip to main content

Ξένες επεμβάσεις και ξενοδουλεία

Aπό τις αρχές της σύστασης του νεοελληνικού κράτους, οι Μεγάλες Δυνάμεις παρενέβαιναν στα εσωτερικά της χώρας, με κίνητρο την προάσπιση των συμφερόντων τους ή ακόμα και μόνο του γοήτρου τους. Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, όπου το….
νεοσύστατο ελληνικό κράτος προσπαθούσε να διαμορφώσει την φυσιογνωμία του, οι παρεμβάσεις των ξένων δυνάμεων ήταν συχνές και απροκάλυπτες καθώς στοχεύαν στον έλεγχο των κέντρων εξουσίας και των γεωστρατηγικών επιλογών της πατρίδας μας. Κρίσιμα σημεία όπως πάντα, η χρηματοδότηση της νέας κρατικής οντότητας και η υποστήριξη της στους διεθνείς θεσμούς της εποχής (σύνοδοι, συνθήκες κλπ) που όμως αποσκοπούσαν στην χωρίς όρους ένταξη του νέου κράτους στην σφαίρα επιρροής τους.

Η πολιτική αυτή βρήκε δυστυχώς υποστηρικτές στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως στους κατέχοντες κάποιας μορφής εξουσία (προεστοί, οπλαρχηγοί κλπ) αλλά και σε αυτούς που ήθελαν να διαμορφώσουν την χώρα σύμφωνα με τα συμφέροντά τους (πλούσιοι Έλληνες της διασποράς) ή τις πεποιθήσεις τους (Φαναριώτες, λόγιοι κλπ).


Οι επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν τόσο ωμές και άκομψες που αρκετές φορές προκάλεσαν την αντίδραση του Ελληνικού πληθυσμού, οδηγώντας ακόμα και σε πολιτικές αναταραχές και πτώσεις κυβερνήσεων. Η ιστορία έχει καταγράψει αρκετά περιστατικά αλαζονικής συμπεριφοράς ξένων δυνάμεων απέναντι στην πατρίδα μας, μερικές όμως από αυτές ξεπέρασαν κατά πολύ τις διπλωματικές πρακτικές των διεθνών σχέσεων, δείχνοντας ότι οι ισχυροί ξένοι που ενεπλάκησαν, αντιμετώπιζαν την χώρα μας σαν αποικία τους.

Η αντίδραση των ηγετών μας ήταν συνήθως αναιμική, καθώς θεωρούσαν ότι οι οικονομικές και γεωπολιτικές εξαρτήσεις της χώρας δεν επέτρεπαν πιο σθεναρή συμπεριφορά, ανατροφοδοτώντας την ξενοδουλεία και την υποτέλεια. Τις λίγες φορές που κάποιοι κυβερνώντες τόλμησαν να αντιπαρατεθούν, προκάλεσαν την μήνη των Μεγάλων Δυνάμεων με αποτέλεσμα αλαζονικότερη συμπεριφορά και αντιμετώπιση.

Τα παρακάτω περιστατικά δείχνουν με γλαφυρό τρόπο την υπεροπτική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στην πατρίδα μας ενώ παράλληλα σηματοδοτούν την διαχρονική υποτέλεια των κυβερνώντων αυτής της χώρας.

Δολοφονία Καποδίστρια, 1831

Στις 30 Μαρτίου 1827, η Γ’ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτο κυβερνήτη του νεοσύστατου κράτους της Ελλάδας. Ο Καποδίστριας ήταν αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες της εποχής του, αλλά η εκλογή του δυσαρέστησε τους Άγγλους, αλλά και τον Μέττερνιχ (Αυστροουγγρική αυτοκρατορία) επειδή τον θεωρούσαν Ρωσόφιλο. Οι φιλοδοξίες του Καποδίστρια να κάνει την Ελλάδα ένα σύγχρονο, ανεξάρτητο, ευρωπαϊκό κράτος, επιβεβαίωσαν την δυσαρέσκεια τους καθώς προτιμούσαν την χώρα εξαρτημένη και διαιρεμένη.

Η συμμετοχή ξένων δυνάμεων στην δολοφονία του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831) υποστηρίχθηκε από πολλούς ακόμα και τότε, θεωρώντας τον Γάλλο πρέσβη Ρουάν και τον Βρετανό ομόλογό του Ντόκινς να βρίσκονται πίσω από αυτήν. Ο σχεδιασμός της δολοφονίας αποδόθηκε στον Γάλλο στρατηγό Ζεράντ, με ανάμιξη και Ελλήνων αξιωματικών. Δύο μήνες πριν από τη δολοφονία, οι αξιωματικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, στις μεταξύ τους συζητήσεις, επιβεβαίωναν ότι πλησίαζε η ημέρα που θα «ξεφορτώνονταν» τον Καποδίστρια.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι ένας από τους δολοφόνους του, ο Γιώργος Μαυρομιχάλης κατέφυγε και ��ρήκε άσυλο στην Γαλλική πρεσβεία, ενώ ο πρέσβης Ρουάν, τον παρέδωσε μόνο όταν το συγκεντρωμένο πλήθος απείλησε να κάψει το κτίριο. Ενδεικτικά είναι και τα λόγια του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, πατέρα του Γιώργου, λίγα χρόνια μετά «ανάθεμα τους Άγγλογάλλους που ήταν η αιτία εγώ να χάσω τους δικούς μου ανθρώπους και το Έθνος να χάσει έναν κυβερνήτη που δεν θα ματαβρεί. Το αίμα του με παιδεύει έως σήμερα».

Οι ίδιοι πρέσβεις είχαν προσπαθήσει και στο παρελθόν να δολοφονήσουν τον Καποδίστρια μέσω του Μαυροκορδάτου, ο οποίος είχε πληρώσει με 25.000 γρόσια τον καμαριέρη του Καποδίστρια, Νικολέτο, για να τον δηλητηριάσει. Αυτός όμως αν και αρχικά δέχτηκε, άλλαξε γνώμη και μάλιστα ενημέρωσε τον Καποδίστρια.

Η Γαλλία πάντως μέσω του πρέσβη της, δεν έπαψε να υπερασπίζεται τους κατηγορούμενους, ενώ ο στρατιωτικός ακόλουθος της, έφτασε στο σημείο να απειλήσει τους Έλληνες στρατοδίκες που δίκαζαν τον Γiώργο Μαυρομιχάλη να μην τολμήσουν να τον καταδικάσουν. Αντίστοιχα, ο Άγγλος πρέσβης απείλησε με διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα αν η δεν σταματούσαν οι κινητοποιήσεις του λαού του Ναυπλίου, που θεωρούσε την Αγγλία συνυπεύθυνη για τον θάνατο του Κυβερνήτη. Ακόμα και σήμερα, τα βρετανικά αρχεία, που σχετίζονται με τη δολοφονία του Καποδίστρια παραμένουν κλειστά.

Δικηγόρος του Γεωργίου Μαυρομιχάλη ανέλαβε ο Σκωτσέζος Εδουάρδος Μάσον αλλά παρόλα τα νομικά κωλύματα που σκαρφίσθηκε και τις πιέσεις που άσκησε, το στρατοδικείο τον καταδίκασε τον πελάτη του σε θάνατο και ε��τελέσθηκε. Λίγα χρόνια αργότερα, ήταν ο ίδιος που ορίσθηκε εισαγγελέας στην δίκη του Κολοκοτρώνη, που με δολοπλοκίες και εκφοβισμούς οδήγησε στην αρχική του καταδίκη σε θάνατο.

Η δολοφονία του Καποδίστρια άνοιξε τον δρόμο για την μετατροπή του πολιτεύματος από δημοκρατία (μοναδική τότε στην Ευρώπη με το προοδευτικότερο Σύνταγμα) σε βασιλεία και μάλιστα με βασιλιά της επιλογής των Μεγάλων Δυνάμεων, που θα ελεγχόταν καλύτερα. Η πρώτη προσπάθεια των Ελλήνων να ορίσουν μόνοι τους την τύχη τους είχε λήξει αρνητικά προς όφελος των ξένων δυνάμεων και των ντόπιων υποστηρικτών τους.

Τα Παρκερικά, 1850

Στις 3 Ιανουαρίου του 1850, η Αγγλία εφαρμόζοντας την διπλωματία των κανονιοφόρων, επέβαλε ναυτικό αποκλεισμό στην Ελλάδα, αποκλείοντας το λιμάνι του Πειραιά με τον στόλο του ναύαρχου Ουίλιαμ Πάρκερ και κατάσχοντας ελληνικά πλοία στο Αιγαίο. Αφορμή για αυτό, ήταν η επίθεση του αθηναϊκού όχλου και η πρόκληση ζημιών στο σπίτι του βρετανικής υπηκοότητας Εβραίου, Δαβίδ Πατσίφικο.

Τον Απρίλιο του 1849, οι Ελληνικές αρχές απαγόρευσαν την τέλεση του εθίμου του καψίματος του Ιούδα στην Αθήνα, λόγω της επίσημης επίσκεψης του Εβραίου τραπεζίτη Ρότσιλντ. Οι Αθηναίοι αντέδρασαν και στις ταραχές που ακολούθησαν, επιτέθηκαν και προκάλεσαν ζημιές στο σπίτι του Πατσίφικο, πιθανότατα επειδή θωρήθηκε υπαίτιος της απαγόρευσης. Ο Πατσίφικο, ισπανοεβραίος τυχοδιώκτης και τοκογλύφος πού είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα το 1836 ως πρόξενος της Πορτογαλίας (και είχε παυθεί το 1842 λόγω καταχρήσεων), εστράφη κατά της ελληνικής κυβέρνησης και ζήτησε ως αποζημίωση το υπέρογκο ποσό των 888.736,57 δραχμών, πολλαπλάσιο της αξίας των ανακτόρων της εποχής.

Η τότε κυβέρνηση Κριεζή αρνήθηκε και η Αγγλία, με μία πρωτοφανή για τις διεθνείς σχέσεις επίδειξη ισχύος, διέταξε τον ναυτικό αποκλεισμό του Πειραιά απαιτώντας, εκτός από την αποζημίωση του Πατσίφικο και αποζημίωση για έξι επτανησιακά πλοιάρια που έπεσαν θύμα πειρατείας, για δύο Επτανήσιους που κακοποιήθηκαν στον Πύργο αλλά και τα νησιά Σαπιέντζα και Ελαφόνησο (στο όνομα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων που τελούσε υπό Βρετανική προστασία). Επιπλέον διεκδικούσε αποζημίωση για το κτήμα του Σκωτσέζου φιλέλληνα Φίνλευ που περιλήφθηκε στον Βασιλικό κήπο χωρίς αποζημίωση (είχε αγορασθεί το 1830 από Τούρκο τσιφλικά και η κυριότητα αμφισβητούταν από το Ελληνικό κράτος).

Ο πραγματικός όμως λόγος της Αγγλικής επέμβασης ήταν η θεωρούμενη φιλορωσική στροφή της Ελλάδας και η έντονη παρουσία του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού στην Δουνάβια ναυσιπλοΐα, που έθιγε τα Αγγλικά συμφέροντα και έπρεπε να περιορισθεί. Ο αποκλεισμός προκάλεσε προβλήματα επισιτισμού στην πρωτεύουσα και ζημιές στους εμπόρους και ναυτιλλόμενους του Πειραιά αλλά η σθεναρή στάση της κυβέρνησης και του βασιλιά Όθωνα συσπείρωσε τον λαό που με ψυχραιμία και καρτερικότητα αντιμετώπισε την αγγλική πρόκληση.

Η υπόθεση πήρε διεθνείς διαστάσεις όταν η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την βοήθεια της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίες επενέβησαν υπέρ της Ελλάδος και οδήγησαν την υπόθεση σε διεθνή διαιτησία. Ο αποκλεισμός ήρθη στις 15 Απριλίου του 1850 και η Ελλάδα αναγκάσθηκε να καταβάλλει εγγύηση 300.000 δραχμών για την άρση του αποκλεισμού που επεστράφησαν μετά την ολοκλήρωση της διαιτησίας η οποία επέδωσε στον Πατσίφικο, που είχε ήδη μετακομίσει στο Λονδίνο, αποζημίωση 3.750 δραχμών.

Η επέμβαση των Γάλλων, 1854

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1854 πραγματοποιήθηκε μία ακόμα απροκάλυπτη επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας, από τους Γάλλους αυτή την φορά. Αιτία για αυτό στάθηκε η υποκίνηση επαναστατικών κινημάτων από το νεοσύστατο Ελληνικό Βασίλειο σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία με αφορμή τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο της Κριμαίας. Στην διαμάχη αυτή, οι Γάλλοι μαζί με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Αυστρία, Πρωσία) συμμάχησαν ευκαιριακά με την Τουρκία για να αποτρέψουν την διαφαινόμενη επέκταση της Ρωσίας σε Οθωμανικά εδάφη.


Αντίθετα, οι Έλληνες με προεξέχοντα τον βασιλιά Οθωνα, διέκριναν στον πόλεμο αυτό μι�� ευκαιρία υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας του Κωλέττη και εμψύχωναν τους τοπικούς οπλαρχηγούς σε εξέγερση. Οι μεγάλες δυνάμεις αντέδρασαν και εξουσιοδότησαν την Γαλλία να επέμβει. Έτσι, στις 13 Μαΐου του 1854, μοίρα του Γαλλικού στόλου κατέπλευσε στον Πειραιά και αποβίβασε στρατεύματα, υπό τον Στρατηγό Φορέυ. Στην συνέχεια, οι πρέσβεις των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων επέδωσαν τελεσίγραφο στον βασιλιά Όθωνα να κηρύξει ουδετερότητα και να σχηματίσει νέα κυβέρνηση υπό τον Μαυροκορδάτο, τον οποίον εμπιστευόταν.

Η κυβέρνηση που σχηματί��θηκε άλλαξε πολλές φορές σύνθεση καθώς ο λαός αποδοκίμαζε τις συνεχείς παρεμβάσεις των πρεσβειών των Μεγάλων Δυνάμεων, ονομάζοντάς την «υπουργείο κατοχής». Οι παρεμβάσεις έφτασαν μέχρι του σημείου καταστροφής του τυπογραφείου της εφημερίδας Αιών και της σύλληψης του δημοσιογράφου Ιωάννη Φιλήμονα επειδή κατέκρινε την πολιτική των Αγγλογάλλων, την οποία αποκαλούσε αποικιακή. Η κυβέρνηση έπεσε τον Σεπτέμβριο του 1855 και αντικαταστάθηκε από την εξίσου υποτελή κυβέρνηση Βούλγαρη, ενώ οι Γάλλοι δεν αποχώρησαν παρά στις 15 Φεβρουαρίου του 1857, μετά δηλαδή την οριστική λήξη του Κριμαϊκού πολέμου.

Η δυσαρέσκεια του λαού ήταν έντονη καθ’ όλη την διάρκεια της Γαλλικής κατοχής, καθώς η συμπεριφορά των Γάλλων στρατιωτών ήταν απαράδεκτη και αλαζονική. Για να εξευτελίσουν τον βασιλιά, παρήλαυναν καθημερινά έξω από τα ανάκτορα χωρίς φυσικά τις απαιτούμενες τιμές ενώ σε μία περίπτωση που Γάλλος αξιωματικός απέδωσε τιμές στην βασίλισσα Αμαλία, τιμωρήθηκε από τους ανωτέρους του. Το αποκορύφωμα της κατοχής αυτής ήταν η μετάδοση χολέρας από τα γαλλικά στρατεύματα στους κατοίκους του Πειραιά με αποτέλεσμα να πεθάνουν εκατοντάδες, ανάμεσά τους και ο δάσκαλος του γένους Γεννάδιος.

Επεισόδιο Νίκολσον, 1885

Στις 4 Ιανουαρίου 1885, ο Άγγλος διπλωμάτης Άρθουρ Νίκολσον ξεκίνησε μαζί με την γυναίκα του για μια βόλτα στον Λυκαβηττό. Πλησιάζοντας στην κορυφή, τους σταμάτησαν χωροφύλακες οι οποίοι τους απαγόρευσαν να συνεχίσουν, επειδή πρόσφατα είχε γίνει δενδροφύτευση. Το ζεύγος Νίκολσον, που δ��ν γνώριζε ελληνικά αλλά κυρίως επειδή θεωρούσε αδιανόητο να τους απαγορεύεται η δίοδος, αγνόησε επιδεικτικά τους χωροφύλακες και προσπάθησε να συνεχίσει την βόλτα του. Τότε, ένας από αυτούς, υποχρέωσε τον Νίκολσον να οπισθοχωρήσει, σπρώχνοντας και χτυπώντας τον με το ραβδί του.

Ο Νίκολσον, φανερά προσβεβλημένος, πήγε κατευθείαν στο γραφείο του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, παρακάμπτοντας το διπλωματικό πρωτόκολλο και απαίτησε ικανοποίηση. Ο Αγγλόφιλος Τρικούπης, φοβούμενος την δυσαρέσκεια των συμμάχων και δανειστών μας, προχώρησε στην απόταξη του χωροφύλακα Λουκά Καλπούζου και στην έκδοση ημερήσιας διαταγής αποπομπής του η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Όμως ο Νίκολσον δεν ικανοποιήθηκε, καθώς θεώρησε ότι η διαταγή αποπομπής του χωροφύλακα καταλόγιζε ευθύνες για το επεισόδιο και στον ίδιο και απαίτησε δημόσια συγγνώμη από το Σώμα της Χωροφυλακής. Έτσι, στις 11 π.μ. της 7ης Ιανουαρίου, δύναμη δύο ενωμοτιών της Χωροφυλακής παρατάχθηκε στην πλατεία Συντάγματος και παρουσίασε όπλα στον Νίκολσον και στον Άγγλο πρέσβη, ενώ η μπάντα παιάνιζε τον Αγγλικό εθνικό ύμνο.

Το επεισόδιο αυτό απετέλεσε τον μεγαλύτερο εξευτελισμό της Ελληνικής Χωροφυλακής σε όλη την ιστορία της. Ο Τρικούπης, την άλλη ημέρα προσπάθησε να υποβαθμίσει το γεγονός στην Βουλή αλλά δεν κατάφερε να αντιστρέψει το κλίμα και ο λαός της Αθήνας τον τιμώρησε, καταψηφίζοντας τον στις επικείμενες εκλογές.

Νοεμβριανά, 1916

Τον Νοέμβριο του 1916, η Ελλάδα βρίσκεται διχασμένη ανάμεσα σε δύο κυβερνήσεις, μία στη Θεσσαλονίκη με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μία στην Αθήνα υπό την επιρροή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Βασική αιτία του «εθνικού διχασμού» είναι η στάση που θα έπρεπε να ακολουθήσει η χώρα στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, με τον Βενιζέλο να αξιώνει την άμεση εμπλοκή στο πλευρό της Αντάντ και τον βασιλιά να επιθυμεί την ουδετερότητα.

Στις 3 Νοεμβρίου, οι Αγγλογάλλοι στην προσπάθεια τους να πιέσουν τον Κωνσταντίνο, απαιτούν από την κυβέρνηση των Αθηνών την παράδοση πολεμικών πλοίων του Ελληνικού ναυτικού και άλλο στρατιωτικό υλικό. Ο Κωνσταντίνος αρνείται και στις 18 Νοεμβρίου, συμμαχική δύναμη 3.000 ανδρών υπό τον ναύαρχο Φουρνιέ, αποβιβάζεται στο Φάληρο ενώ ο συμμαχικός στόλος βομβαρδίζει την Αθήνα με τα κανόνια του. Οι συμμαχικές δυνάμεις γίνονται δεκτές με πυροβολισμούς από τις πιστές στον βασιλιά στρατιωτικές δυνάμεις και ακολουθούν οδομαχίες έως το βράδυ, όπου ο Κωνσταντίνος υπογράφει συμφωνία με τους πρεσβευτές της Αντάντ.

Οι συμμαχικές δυνάμεις αποσύρονται, δίνοντας τη θέση τους σε επιθέσεις των φιλοβασιλικών εναντίον των βενιζελικών με λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων και κακοποιήσεις πολιτών, αφήνοντας πίσω τους 35 νεκρούς. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αντιδρούν και στις 25 Νοεμβρίου, κηρύσσουν έκπτωτο τον βασιλιά Κωνσταντίνο και ξεκινούν ναυτικό αποκλεισμό της Αθήνας με σημαντικές επιπτώσεις στην τροφοδοσία του πληθυσμού. Ο βασιλιάς αποφασίζει να μετακινηθεί με τον στρατό του στην Πελοπόννησο, αλλά οι Γάλλοι κλείνουν τον Ισθμό της Κορίνθου και η έλλειψη τροφίμων επεκτείνεται και στην Πελοπόννησο.

Γαλλική επέμβαση, 1917

Οι Γάλλοι, συνεπικουρούμενοι από τον νέο Βρετανό Πρωθυπουργό Λουντ Τζορτζ, απαιτούν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει τον θρόνο του προκειμένου να άρουν τον αποκλεισμό. Στις 24 Μαΐου 1917, ο Γάλλος τέως υπουργός Κάρολος Ζονάρ αποβιβάζει αποικιακά γαλλικά στρατεύματα στον Πειραιά, κατάσχει τον Ελληνικό στόλο και βομβαρδίζει την Αθήνα. Στην συνέχεια, συλλαμβάνει και εξορίζει στην Κορσική μέλη της κυβέρνησης και πολλούς βασιλόφρονες πολιτικούς (Ιωάννης Μεταξάς, Δημήτριος Γούναρης, Σπύρος και Σταμάτης Μερκούρης κλπ).

Λίγες ημέρες μετά, στις 11 Ιουνίου 1917, Γαλλικά στρατεύματα, υπό τον στρατηγό Σαράϊγ, διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων στην Μακεδονία, εισβάλλουν στην Θεσσαλία με σκοπό να εμποδίσουν την μεταφορά της σοδειάς του κάμπου στην Αθήνα, που θα μείωνε τις επιπτώσεις του ναυτικού συμμαχικού αποκλεισμού. Η «μάχη της σοδειάς» όπως ονομάσθηκε, έληξε μετά από μερικές αψιμαχίες, με την προέλαση του γαλλικού στρατού έως την Λαμία και την σ��λληψη και μεταφορά των Ελλήνων στρατιωτών στην Πιερία. Η Γαλλική παρουσία στην περιοχή συνδυάσθηκε με συλλήψεις αντιβενιζελικών και συμπεριφορά κατακτητή απο τους Γάλλους στρατιώτες (κλοπές, παρενοχλήσεις γυναικών κλπ).

Ο Κωνσταντίνος, κυκλωμένος από παντού, αποσύρεται από τον θρόνο υπέρ του δευτερότοκου υιού του Αλέξανδρου και στις 15 Ιουνίου 1917 αναχωρεί από την χώρα για την Ελβετία. Παράλληλα, ο «αρμοστής» της Ελλάδος Ζονάρ εκδίδει διάγγελμα στον Ελληνικό λαό και μεταφέρει τον Βενιζέλο στην Αθήνα με το Γαλλικό πολεμικό “Province” και του αναθέτει την πρωθυπουργία. Ανεξάρτητα από τις αντιλήψεις του καθενός για τους πρωταγωνιστές της περιόδου αυτής, η Γαλλική επέμβαση αποτελεί κατάφορη παραβίαση της ανεξαρτησίας ενός κράτους και επιβολή της πολιτικής ηγεσίας της αρεσκείας της.

Μικρασιατική καταστροφή, 1922

Ο βρώμικος ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην Μικρασιατική καταστροφή έχει αναφερθεί απο αρκετούς ιστορικούς, Έλληνες και ξένους. Το ενδιαφέρον των συμμάχων μας της Αντάντ και νικητών του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ήταν ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η ενδυνάμωση της επιρροής τους στην Μέση Ανατολή, αδιαφορώντας για τις χιλιάδες των θυμάτων της αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.

Ο θρίαμβος της Αγγλικής πολιτικής στην συνθήκη του Μούδρου (30/10/1918), και η δυσαρέσκεια των Γάλλων και Ιταλών, άνοιξε τον δρόμο της Ελλάδος στην Μικρασιατική εκστρατεία (15/5/1919) με τις ευλογίες της Αντάντ, όπου όμως ο διαχωρισμός των φίλων και των εχθρών δεν ήταν σαφής.

Η συνθήκη των Σεβρών (30/7/1920) ήταν διπλωματικός θρίαμβος για την Ελλάδα αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και η αποφασιστικότητα του Κεμάλ δημιουργούν μια εύθραυστη ισορροπία που οι ηγέτες μας δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν. Οι επιρροές τους από ξένα κέντρα και οι μεταξύ τους έριδες δίνουν την δυνατότητα στις Μεγάλες Δυνάμεις να μεταστρέψουν την στάση τους. Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές και η επιστροφή του γερμανόφιλου βασιλιά Κωνσταντίνου στον θρόνο, σηματοδοτούν την αποχώρηση των Γάλλων και Ιταλών από την Μικρά Ασία (έναντι συμβολαίων με την Τουρκία) και την αποδυνάμωση της υποστήριξης των Άγγλων. Ταυτόχρονα, οι Σοβιετικοί ενισχύουν στρατιωτικά τον Κεμάλ, εκδικώντας μας για την συμμετοχή της Ελλάδος στην αποτυχημένη εκστρατεία της Αντάντ στην Κριμαία (1919) εναντίον των Μπολσεβίκων.

Η έκβαση του Ελληνοτουρκικού πολέμου είχε πλέον κριθεί. Η Μικρασιατική καταστροφή ήταν αποτέλεσμα λαθών, αντικειμενικών δυσκολιών, παραλείψεων αλλά και αντικρουόμενων συμφερόντων και μικροπολιτικών. Κυρίως όμως, ήταν απ��τέλεσμα της αδυναμίας της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας μας, να διαμορφώσει και να υλοποιήσει μία ενιαία εθνική στρατηγική.

Η Αγγλία σταθεροποίησε την κηδεμονία της στο νεοσύστατο Ιράκ, που περιλάμβανε την πετρελαιοφόρο περιοχή της Μοσούλης και οι Αμερικάνοι ανέλαβαν την ανοικοδόμηση της Τουρκίας. Η Γαλλία πήρε την Συρία και τον Λίβανο ως προτεκτοράτα, ενώ η Ιταλία την Βόρειο Ήπειρο (ως μέρος του προτεκτοράτου της Αλβανίας) και τα Δωδεκάνησα. Ο έλεγχος των στενών του Βοσπόρου απετέλεσε ένα ακόμα σημείο αντιπαράθεσης. Ο Ελληνικός στρατός αναγκάσθηκε να αποχωρήσει απο την Ανατολική Θράκη για να διατηρήσουν οι Άγγλοι εφήμερα δικαιώματα στα στενά.

Η καταστροφή της Σμύρνης και ο ξεριζωμός των Ελλήνων απο την Μικρά Ασία έπληξε ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό των Ελλήνων και οδήγησε, για πρώτη φορά στην νεότερη ιστορία, στην αναζήτηση υπαιτίων στο εσωτερικό και όχι στο εξωτερικό. Στην δίκη των 6 που ακολούθησε, οι παρεμβάσεις των Άγγλων κατάφεραν να μην παραπεμφθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και έως την τελευταία στιγμή πίεζαν για την αναστολή της εκτέλεσης των καταδικασθέντων. Ομως, η οργή των Ελλήνων ήταν τέτοια, που τίποτα δεν κατάφερε να εμποδίσει την τιμωρία της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας που θεωρήθηκε υπαίτια της καταστροφής.

Δεκεμβριανά, 1944

Τα Δεκεμβριανά, αποτελούν ίσως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση ξένης επέμβασης στην Ελλάδα, με τραγικές συνέπειες, καθώς πυροδότησαν την Εμφύλια σύρραξη. Στις 12 Οκτωβρίου 1944, οι Γερμανοί κατακτητές αρχίζουν να φεύγουν από την πρωτεύουσα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της χώρας βρίσκεται ήδη υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Στις 15 Οκτωβρίου, τα πρώτα Αγγλικά στρατεύματα αποβιβάζονται στον Πειραιά, αποφασισμένα να επιβάλουν την κυβέρνηση Εθνικής ενότητας, που συγκρότησε ο Τσώρτσιλ στον Λίβανο.

Στις 18 Οκτωβρίου, ο εντολοδόχος πρωθυπουργός Γ.Παπανδρέου, φτάνει στον Πειραιά και πηγαίνει στην Αθήνα με ανοικτό αυτοκίνητο μαζί με τον Εγγλέζο στρατηγό Σκόμπυ. Στον μνημειώδη « λόγο της απελευθέρωσης» ο Παπανδρέου, εν μέσω συνθημάτων (λαοκρατία και όχι βασιλιά) απεύθυνε «ευγνώμονα χαιρετισμό στους μεγάλους συμμάχους μας Βρετανούς που επανήλθαν ελευθερωτές της Ελλάδος» ξεχνώντας φυσικά να αναφέρει ότι αυτός και οι σύμμαχοί του Βρετανοί, είχαν αφήσει την χώρα να υποφέρει για 4 χρόνια στα χέρια των Γερμανών κατακτητών χωρίς ουσιαστική βοήθεια.

Η συνέχεια είναι γνωστή, Στις 3 Δεκεμβρίου οργανώνεται συλλαλητήριο από το ΕΑΜ στο οποίο η αστυνομία και οι Βρετανικές δυνάμεις ανοίγουν πυρ, σκοτώνοντας την εύθραυστη ισορροπία και οδηγώντας την χώρα στην τραγικότερη περίοδο της νεώτερης ιστορίας της. Είναι ενδεικτικό ότι οι Άγγλοι διέθεσαν για την επιχείρηση αυτή διπλάσιες δυνάμεις (100.000 άνδρες) από αυτές που είχαν διαθέσει στην Ιταλική και Γερμανική εισβολή του 1941 και ενώ ακόμα ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει.

Πωλ Πόρτερ, 1947

Στις 21 Φεβρουαρίου 1947, η Βρετανική κυβέρνηση ανακοινώνει ότι αδυνατεί να επωμιστεί άλλο το βάρος της οικονομικής και στρατιωτικής υποστήριξης της Ελλάδος και ξεκινάει η μετάβαση της επικυριαρχίας της χώρας στους Αμερικάνους με το δόγμα Τρούμαν και την οικονομική βοήθεια που το συνόδευε.

Οι Αμερικάνοι, θέλοντας μια αντιπροσωπευτικότερη κυβέρνηση, στην οποίαν να συμμετάσχουν όλα τα κόμματα, αναγκάζουν σε παραίτηση, μέσω του πρέσβη τους ΜακΒί, την κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος του Κ.Τσαλδάρη και επιβάλουν τον σχηματισμό της «οικουμενικότερης» κυβέρνησης του τραπεζίτη Δ.Μάξιμου.

Την εφαρμογή του δόγματος Τρούμαν και την διαχείριση του σχεδίου Μάρσαλ, αναλαμβάνει αμερικανική αντιπροσωπεία υπό τον διπλωμάτη Πωλ Πόρτερ, ο οποίος λειτουργεί ως σκιώδης πρωθυπουργός της χώρας. Η αποστολή περιοδεύει σε όλη την χώρα, εισβάλει στα υπουργεία, ελέγχει κρατικά έγγραφα και απαιτεί εκθέσεις από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Η εξουσία της Αμερικάνικης αποστολής ήταν τόσο μεγάλη που ο Πωλ Πόρτερ δεν δίστασε να χαστουκίσει τον υπουργό Συντονισμού, Στ.Στεφανόπουλο όταν διαφώνησαν σε κάποια θέματα φορολογίας. Η αντίδραση του Έλληνα υπουργού ήταν να χαρίσει στην σύζυγο του Πόρτερ ένα διαμαντένιο κολιέ για να τον εξευμενίσει.

Η υποτέλεια των Ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής ήταν τέτοια, που ο υπουργός Στρατιωτικών Π.Κανελόπουλος υποδεχόμενος στο αεροδρόμιο τον Αμερικάνο στρατηγό Βαν Φλίτ (24/2/1948) του είπε δείχνοντας το τιμητικό άγημα «Στρατηγέ, καλώς ήλθατε στο σπίτι σας. Ιδού ο στρατός σας». Ο Βαν Φλίτ, επικεφαλής 250 Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων, ανέλαβε επί της ουσίας την διοίκηση του Εθνικού Στρατού και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του Εμφυλίου πολέμου, εφαρμόζοντας αρκετές φορές ακραίες τακτικές (πχ. ρίψη Ναπάλμ) που επέτειναν το μίσος μεταξύ των δύο πλευρών.

Παρόλα αυτά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η έκθεση του Πόρτερ προς την κυβέρνηση του, περιέγραφε με αρκετά αντιπροσωπευτικό τρόπο τις ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών, τις πελατειακές σχέσεις με τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, ακόμα και της αμερικάνικης βοήθειας, προς όφελος συγκεκριμένων οικογενειών.

Είναι σίγουρο, ότι αν κάποιος διερευνήσει περισσότερο θα ανακαλύψει και άλλα τέτοια περιστατικά αλαζονικής παρέμβασης ξένων δυνάμεων στην χώρα μας καθώς όλες οι σημαντικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας συνδέθηκαν με κάποια γεωστρατηγική επιλογή ή συμφέρον κάποιας Μεγάλης Δύναμης. Η πιό συνηθισμένη αιτία παρέμβασης ήταν η διατήρηση της χώρας μας στην σφαίρα επιρροής κάποιας ξένης δύναμης υποκρύπτοντας πάντα κάποια εγχώρια συμφέροντα. Η προσπάθεια διατήρησης της Ελλάδος στην “Δύση” είναι πολύ παλαιότερη του “κουμουνιστικού κινδύνου” της μεταπολεμικής περιόδου, καταδεικνύοντας την διαχρονικότητα της γεωπολιτικής.

Σήμερα, η πατρίδα μας είναι μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης, έχοντας εκχωρήσει μέρος της εθνικής της κυριαρχίας στο όνομα του κοινού οράματος. Οι περισσότεροι νόμοι και αποφάσεις εκδίδονται πλέον στις Βρευξέλες και όχι στις πρωτεύουσες των κρατών ενώ η νομισματική πολιτική αποφασίζεται “συλλογικά” εκτός της χώρας. Όμως τα τελευταία χρόνια έγινε σαφές, ότι η “συλλογικότητα” της λήψης αποφάσεων είναι ετεροβαρής, με τα ισχυρά κράτη να επιβάλλουν συχνά τις απόψεις τους και άρα τα συμφέροντά τους.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται με πιό δημοκρατικό τρόπο και την πλήρη συναίνεση μας αυτή την φορά, χωρίς να κατηγορούμε πλέον τους ηγέτες μας για απροκάλυπτη ξενοδουλεία. Η κυριαρχία έναντι οικονομικών ενισχύσεων και χαμηλών επιτοκίων. Η μία λύση είναι να αυξήσουμε την ισχύ την χώρας μας, βελτιώνοντας τα οικονομικά μας και οργανώνοντας τις διεκδικήσεις μας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς με πιό συστηματικό και αποτελεσματικό τρόπο. Αν δεν μπορούμε, τουλάχιστον ας φροντίσουμε να αξίζει η συναλλαγή.

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης