Ο Μακρυγιάννης χωρίς το Φωτοστέφανο
Καθένας έχει δύο γλώσσες, των λόγων και των έργων.
Γκαίτε
Φίλος ο Πλάτων, αλλά καλύτερη φίλη η αλήθεια.
Αριστοτέλης
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης είναι μία ξεχωριστή, ιδιότυπη περίπτωση του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, και έχει απασχολήσει όσο κανένας άλλος με εξαίρεση ίσως τον
Κολοκοτρώνη, την ιστοριογραφία της Επανάστασης. Η φήμη του και η αξία του, κυρίως δεν οφείλεται στην πολεμική του δράση, που ωστόσο δεν είναι αμελητέα, όσο στην μεταθανάτιο του μυθοποίηση από τον λόγιο συμπατριώτη του, Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος ανακάλυψε και έφερε στο φως τα γνωστά πλέον “Απομνημονεύματα” τους, και στην εν συνεχεία υποστήριξή τους από κάποια “ιερά τέρατα” της ελληνικής διανόησης (Παλαμάς, Σεφέρης, Ελύτης, Βενέζης, Θεοτοκάς, Λορεντζάτος, Περάνθης), την άποψη των οποίον κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει. Μάλιστα ε, ο Γεώργιος Σαββίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να ανακηρύξει τον Μακρυγιάννης Άγιο. Χάρις σε αυτή την προβολή και κυρίως εξ αιτίας της ιδιομορφίας της γραφής του, βγήκε από την αφάνεια. Σχεδόν όλοι όσοι καταπιάστηκαν με το έργο του, περιορίστηκαν στον Μακρυγιάννης “γραφιά”, στο είδος, στο ύφος, στην ιδιομορφία της γλώσσας του. Και ελάχιστοι και περιορισμένα, με τον “άνθρωπο” Μακρυγιάννης, με το χαρακτήρα του, το ήθος του, τη συμπεριφορά του, την πολιτική του δράση, με τις αρετές του [αν διέθετε], τα ελαττώματά του, την συμμετοχή του γενικότερα και την προσφορά του στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Όλοι κοίταζαν το δέντρο και δεν πρόσεχαν το δάσος. Ελπίζω ότι οι σελίδες που ακολουθούν θα φωτίσουν σε κάποιο βαθμό την αμφιλεγόμενη αυτή προσωπικότητα. Ο Μακρυγιάννης εμφανίστηκε στη δημόσια σκηνή της Επανάστασης, ουσιαστικά στα τέλη του 1823, που κατέβηκα για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο και άρχισε να αναμειγνύεται στις κομματικές διαμάχες εκείνης της περιόδου, για να συμμετάσχει στη συνέχεια, με πρωταγωνιστικό ρόλο, στην Εμφύλιο Πόλεμο 1824-1825, με τα ρουμελιώτικα στρατεύματα, υπό την αρχηγία του Κωλέτη, ως αρχηγού της φρουράς του και θηραυροφύλακας των χρημάτων του τελευταίου. Ο ί��ιος, που υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες στον Εμφύλιο Πόλεμο, έγινε από την μία μέρα στην άλλη από χιλίαρχος, αντιστράτηγος, στρατηγός, αντάλλαγμα της απιστίας και αποστασίας του. Ο Κάρπος Παπαδόπουλος, συναγωνιστής του, στα πεδία των μαχών, γράφει ότι, ήταν “ο κυριότερος μοχλός του Εμφυλίου Πολέμου, που προκάλεσε τον αφανισμό του Μοριά” Μέχρι τότε ήταν ένας ασήμαντος μικροκαπετάνιος της Ρούμελης, δορυφόρος του Ανδρούτσου και του Γκούρα, στην περιοχή της Ρούμελης και των Αθηνών. Από τον Εμφύλιο και μετά βρίσκεται συνεχώς στο πλευρό του Κωλέτη και στη συνέχεια του Μαυροκορδάτου και του Κουντουριώτη, τις πολιτικές επιλογές των οποίων στήριζει ανεπιφύλακτα, και απ’ότι φαίνεται, όχι αφιλοκερδώς. Σε κάθε περίσταση, τον συναντάμε πάντα στην πλευρά του δυνατού και σ’αυτόν που πληρώνει καλά. κακά τα ψέμματα. Ο Μακρυγιάννης ήταν επαγγελματίας μισθοφόρος. Δεν πολεμούσε μόνο για να απελευθερωθεί ο τόπος. Πολεμούσε και για το πουγγί του, το “κεμέρι” του όπως έλεγε ο ίδιος. Τις στρατιωτικές του υπηρεσίες τις έβγαζε σε πλειστηριασμός. Τις έπαιρνε όποιος έδινε τα περισσότερα. για αυτό είχε πάντοτε χρήματα και πλήρωνε εξ ιδίων τους άνδρες του, όπως ο ίδιος κατ’επανάληψη δηλώνει. Εννοείται ότι αμέσως μετά, τα εισέπραττε από την Κυβέρνηση. Μέχρι και από τον Ιμπραήμ ζητούσε τους μισθούς των στρατιωτών του για να παραδώσει το φρούριο του Ναυαρίνου, τον Μάιο του 1825. Τον σημερινό φίλο, αύριο τον πολεμούσε, αρκεί να πληρωνόταν καλά. Υποκριτής και φιλοχρήματος. Ιησουίτης με τα όλα του. Οπαδός του δόγματος “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” δεν εδίστασε να πει οποιοδήποτε ψέμα, αρκεί αυτό να εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του και τους σκοπούς του. Άφιλος και άνθρωπος χωρίς “μπέσα” πρόδιδε και πουλούσε τους συντρόφους του, χωρίς κανένα δισταγμό. Φιλοκατήγορος, ραδιούργος και ένας από τους πρώτους “Νταήδες” του ’21. Οι άλλοι ήσαν: Ο Γκούρας, ο Θοδωράκης Γρίβας, ο Καρατάσος και ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης- δολοφόνος του Καποδίστρια. Αυτός και οι τρεις πρώτοι εξ αυτών που αναφέραμε ήταν το μακρύ χέρι της εκάστοτε εξουσίας, οι άνθρωποι που έκαναν τις βρώμικες δουλειές. Αναλάμβανε τις δύσκολες και επικίνδυνες αποστολές γιατί αυτές είχαν και το μεγαλύτερο κέρδος. Ένα μεγάλο μπόι- για αυτό, τον έλεγαν Μακρυγιάννη- με ένα μικρό μυαλό, παρίστανε τον παλληκαρά και ξυλοφόρτωνε με το παραμικρό, όποιον τον ενοχλούσε. Τον Φεβρουάριο του 1825, επειδή ο Έπαρχος Αρκαδίας, Κωνσταντίνος Πελοπίδας, ένας από τους σπουδαιότερους Φιλικούς, αρνήθηκε να ικανοποιήσει κάποιο αίτημά του, τον σακάτεψε στο ξύλο: “Πήγα και τον έπιασα και του’δωσα ένα ξύλο δια πεθαμόν, κι αν δεν πήδαγε από το παλεθύρι κάτου ο διοικητής, δεν ξέρω αν έμενε ζωντανός.” Αργότερα, ως αρχηγός χωροφυλακής, επί Καποδίστρια, επειδή οι καλόγεροι ενός μοναστηριού, κοντά στην Γαστούνη, δεν δέχτηκαν να βάλουν το άλογό του μέσα στο μοναστήρι, τους “έρριξε ένα ξύλο παστρικό” “Πήγαν τα παιδιά να βάλουν στο μετόχι τ’αλογό μου, το παίρνουν οι καλόγεροι και τ’ αμολούνε έξω. Τους έρριξα ένα ξύλο παστρικό. Λοιδωρεί, βρίζει και αποστρέ��εται -στο χαρτί- τους “νεκροθάφτες των στρατιωτικών” Κωλέτη και Μαυροκορδάτο, τον “κουτό” Κουντουριώτη, που μόνο “όμως” ήξερε να λέει τους προεστούς, τα “οτζάκια”, τους “Τουρκοκοτζαμπάσηδες”, τα “παιδιά των Τούρκων όπου μας κυβερνούν…. οι μαθητές των Τούρκων, οι δουλευταράδες αυτηνών…. οι ανθρωποφάγοι που μας έσπειραν την διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, τις ακαθαρσίες τις δικές του κι έφκιασαν την πατρίδα παλιόψαθα με τα φώτα του Φαναριού….” αλλά -στην πράξη- τους υπηρετεί δουλικά, αρκεί να πληρώνουν καλά. Εκεί που χθες έφτυνε, σήμερα πίνει νερό. Ο Κωλέτης είναι “διάολος, δόλιος, απατεώνας, μπερμπάντης, γκενεράλ Κωλέτης” Ο Μαυροκορδάτος, “το ζυμάρι των Τούρκος” ο “Δουλευτής αυτηνών” “ο αγαμηπένος των τυράγνων” το “τζιράκι της Κωνσταντινουπόλεως”, οι λογιώτατοι, “ακαθαρσίες της Κωνσταντινουπόλεως και της Ευρώπης” Πλην, τους σέβεται και τους υπακούει, ” για να μην συμβεί καμμία διχόνοια και ακολουθήση κάνει δυστύχημα. Κι εγώ πρέπει να υπομένω και να θυσιάζω εις τα οτζάκια”. Xύνει κροκοδείλια δάκρυα γιατί βασανίζονται οι “στραβοραγιάδες” από τους προεστούς και τους οπλαρχηγούς:” Κι εμείς τρώμε τα πράματά τους και στέκονται ολόρθοι και μας κερνάνε… και μας πλερώνουν και μας ταγίζουνε. Και τους βάνομαι ομπρός εις τον πόλεμον κι σκοτώνονται αυτηνοί και δοξαζόμαστε εμείς” αλλά την επόμενη κιόλας ημέρα:” Βγάλαμε τα μαχαίρια και σκοτώσαμε τον μπαϊραχτάρη τους, σκοτώσαμε και άλλους.. πιάσαμε κάμποσους ζωντανούς… Οι άνθρωποι μου πήραν λάφυρα πολλά… τους πήραμε τα πραχτικά τους κι όλα τους τ’αναγ��αία….” Φυσικά όλα αυτά τα θύματα δεν ήσαν Τούρκοι, ήσαν Έλληνες, που τόσο, μα τόσο πολύ τους λυπόταν! Ενώ είχε ορκιστεί να υπηρετεί την Κυβέρνηση Μαυρομιχάλη-Κολοκοτρώνη, το 1823, που τον έκανε χιλίαρχο, ραδιουργεί σε βάρος της, την κατασκοπεύει, πιστό όργανο της αντιπολίτευσης Μαυροκορδάτου-Κωλέτη.: “Αφήτε με να τους διαλύσω αυτηνών εδώ τη δύναμή τους όλη. Αλλά να μην ξέρει κανένας ότι αγρικιώνται με τ’εμένα και κιντυνέψω αδίκως και δεν βγάλω και αποτέλεσμα” Έξω Γιάννης και μέσα Σουλεϊμάνης! Διορίστηκε από τον Καποδίστρια, “Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης” παρίστανε τον φίλο του και ορκιζόταν στο όνομά του, ενώ παράλληλα, του έσκαβα τον λάκκο, κρυφά. Το βράδυ ενώ έτρωγαν μαζί, ορκιζό��αν: Εγώ, πατρίδα, δοξάζω, θρησκεία και την Εξοχότη σου….” Και το πρωί γύρευε να του στείλουν από την Ύδρα 2.000 τάλληρα για να εξαγοράσει τον Φρούραρχο του Παλαμηδίου, να το καταλάβει ο ίδιος και να υποχρεώσει τον Κυβερνήτη σε παραίτηση, επειδή ήταν “τύραννος, απατεώνας και δόλιος” Την ίδια περίοδο “συνενοείτο μετά των ολιγαρχικών και ιδία μετά των Μαυρομιχαλαίων (των δολοφόνων) και έκραζεν στεντορείως “σύνταγμα” αλλ’ αφού εδήωσε την χώραν, μετά των άλλων συνταγματικών λίαν “συνταγματικώς” εχλεύαζε το σύνταγμα και φερών την χείρα εις το θυλάκιον, ως ίνα δείξη το βαλάντιον αυτού έλεγε: Να το σύνταγμα….! Αληθέστατον είναι ότι ο ανήε ούτος, γνωστός εν Ελλάδι, ως εις των Ελλήνων, των μη εναρέτων” (Σπηλιάδης, Αναίρεσις) Δικαιολογεί και δικαιώνει τους δολοφόνους του Καποδίστρια. Για την δολοφονία του φταίει ο ίδιος, γιατί:” πολύ τους καταφρόνεσε… που δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε… Και αποφάσισαν να τον σκοτώσουνε και να πεθάνουν…” Τα ίδια ακριβώς έλεγε και έκανε και με τον βασιλιά Όθωνα, τον “πίπροπο του Θεού” τον κουμπάρο του:”Εγώ τώρα προσκυνώ Θεόν, πατρίδα, βασιλέα.” Αλλά ο Όθωνας δεν ήταν Καποδίστριας. Δεν δίστασε να τον καταδικάσει σε θάνατο, όταν του είπαν ότι συνωμοτεί εναντίον του. Και δεν τον έσωσε από την εκτέλεση, ούτε η παραπάνω δήλωση νομιμοφροσύνης, ούτε η κουμπαριά. Και σίγουρα θα του έκοβε το κεφάλι, αν δεν είχε εγκαίρως τρελαθεί.
Από το βιβλίο Όλα Στο Φως του δικαστικού Θεόδωρου Παναγόπουλου.
Πρόσφατη αρθρογραφία
- Ναυμαχία της Σαλαμίνας, μία άλλη οπτική και θεία παρέμβαση; 12 Ιουνίου 2023
- (χωρίς τίτλο) 9 Φεβρουαρίου 2023
- Η συμμαχία του ΝΑΤΟ Και η Ευρωπαϊκή ένωση 29 Απριλίου 2022
- ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ 23 Νοεμβρίου 2021
- Είναι καλύτερα να μη δίνεις καμιά δικαιολογία παρά μια κακή. 12 Οκτωβρίου 2021
Νεότερα Σχόλια
- Temporary Email Address στο Στις 25 Μαρτίου θα γιορτάσουμε μία επανάσταση για τα 200 χρόνια ή δύο;
- Temp Mail στο Αριστείδης (ο Δίκαιος;): Ελίτ, αντιελίτ
- Kyrgianbas στο Το Όχι δεν ήταν του Μεταξά. Το Όχι ήταν του ήρωα Στρατηγού Κατσιμήτρου.
- Greec στο Όταν οι σύγχρονοι πολιτικοί δεν έχουν ιστορική μνήμη .
- kyrie shoes στο Τον Γαλιλαίο θα τον κρεμάγανε μάλλον….
Αφήστε μια απάντηση