Skip to main content

Ο Μπαρμπαρόσσα αρχιναύαρχος του Σουλτάνου

aoristies-placeholder image






Ο Σουλεϊμάν στην Πόλι είχε αρχίσει, εν τω μεταξύ, να ανησυχή σοβαρά για την κατάστασι στη θάλασσα. Οι Τούρκοι του δεν ήσαν ποτέ του ναυτικοί της προκοπής, αλλά τώρα το κακό, με τούτον τον Γενοβέζο, είχε απογίνει. Στην Πάτρα και στην Κορώνη, στα 1532, έπαθε πανωλεθρία και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι μόνον ο Μπαρμπαρόσσα μπορούσε να ξαναφέρη το γόητρο του Ναυτικού της αυτοκρατορίας εκεί που βρισκόταν άλλοτε. Απεφάσισε, λοιπόν, να τον καλέση στην Πόλι και του έστειλε ένα «χατισερίφ» επίσημη πρόσκλησι, δηλαδή, να τον επισκεφθή στο Διβάνι. Ο Χαϊρεντίν βρισκόταν τότε στο Αλγέρι. Κατάλαβε πως είχε έλθει η στιγμή του. Μάζεψε λοιπόν, εφτά γαλέρες κι’ έντεκα φούστ��ς (ιστιοφόρα σχεδόν όμοια με τα σημερινά καΐκια) κι’ έκανε πανιά για τη Λαμπεδούσα. Εκεί βρήκε ακόμη πέντε—έξη καράβια, που τα πήρε μαζί του, και τράβηξε για τη Ζάκυνθο. Έμεινε τρείς μέρες, τράβηξε για το Ναυαρίνο και τη Μεθώνη και τέλος, με 40 πλοία, έφθασε στη Θεσσαλονίκη άπ’ όπου έστειλε μιά γαλέρα στην Πόλι, ζητώντας από τον Σουλτάνο να πάη και να «φιλήση την σκόνη των παπουτσιών του». Φυσικά η άδεια του δόθηκε αμέσως κι ο Χαϊρεντίν, αφού έμεινε δύ μέρες στην Καλλίπολι, για να φρεσκοβάψη τα καράβια του, βγήκε στον Κεράτιο Κόλπο θριαμβευτικά, βαρώντας τα κανόνια και παίζοντας τις σάλπιγ γες. Την άλλη μέρα, συνοδεύμενος από δέκα οκτώ καπεταναίους της αρμάδας του, παρουσιαζόταν στο Διβάνι. Φορούσε βαρύτιμη ενδυμασία Μουσουλμάνου με μπότες από δέρμα φώκιας, τα δε κόκκινα μαλλιά του, τ’ αετίσιο βλέμμα του και η ψηλή κορμοστασιά του έκαναν φοβερή εντύπωσι. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψη, ότι ο άνδρας αυτός με το πλατύ στήθος και την ζωηρή περπατησιά ήταν ήδη εξήντα οκτώ ετών. Οι μεγιστάνες της Αυλής του Σουλεϊμάν κατάλαβαν αμέσως πως τούτος εδώ ο άνθρωπος ήταν επίφοβος εχθρός και αντίπαλος. Προσπάθησαν να κάνουν τον Πατισάχ να αλλάξη μυαλά και να τον ξαποστείλη άναυλα, μα δεν τα κατάφεραν. Το αντίθετο μάλιστα! Γιατί την επομένη ο Σουλεϊμάν μπροστά σ’ όλους του βεζύρηδες και του πασάδες, έδινε στον Χαϊρεντίν το γιαταγάνι, την αυτοκρατορική σημαία και το ραβδί του αρχικαδή, σύμβολα όλα απόλυτης εξουσίας πάνω σ’ όλα τα λιμάνια και τα νησιά της Αυτοκρατορίας. Συγχρόνως ο μεγάλος βεζύρης Ιμπραήμ, που είχε καταλάβει την αξία του Μπαρμπαρόσσα, είπε στον Σουλεϊμάν πως έπρεπε να του δοθή κι’ επίσημος βαθμός. Καί πράγματι του απενεμήθη αμέσως ο τίτλος του Καπουδάν πασά (αρχιναύρχου) μαζί δε και ο χαρακτηρισμός «Χακά ούλ Μπλάχρ» δηλαδή «κυρίαρχος των θαλασσών». Απ’ εκείνη την ημέρα αρχίζει τρομερή η δράσις του Χαϊρεντίν. Ο Ναύσταθμος της Πόλης ουδέποτε είχε ιδεί τόση δραστηριότητα. Τα παλιά πλοία μπήκαν αμέσως σε επισκεύ, καινούργια άρχισαν να ναυπηγούνται με τέτοιο ρυθμό όλ’ αυτά, ώστε μέσα σε λίγους μήνες 84 γαλέρες ήταν έτοιμες για ταξίδι. Ο Χαϊρεντίν μπήκε επί κεφαλής του δυνατού αυτού στόλου και απέπλευσε αμέσως για τα προσφιλή του παράλια της Ιταλίας, που, απροστάτευτα τα περισσότερα, του προσέφεραν εύκολη λεία. Πήγε, λοιπόν, κατ’ ευθείαν στις ακτές του Ρέτζιο, έπιασε όλα τα καράβια που βρισκόντουσαν στο λιμάνι και κάπου χίλιους δύστυχους Ιταλούς, που δεν πρόφθασαν να ξεφύγουν, και του έδεσε αμέσως στις αλυσίδες. Από το στενό της Μεσσήνης έβαλε ρότα κατά το Βοριά κι’ εφτασε ως τον κόλπο της Νάπολης με απόφασι να επιχειρήση μιά τολμηρή έπίθεσι στην ενδοχώρα. Αντικειμενικός σκοπός δεν ήταν ούτε χρυσάφι, ούτε σκλάβοι, αλλά μια γυναίκα. Η ωραιότατη Τζούλια Γκονζάκα, δούκισσα του Τρατζέτο, νεαρή χήρα, που έμενε στο Φούντι και που ήταν εκείνη την εποχή η πιο ονομαστή ομορφιά ολόκληρης της Ιταλίας. Λένε, ποιητές εκείνου του καιρού είχαν αφιερώσει στίχους στην καλλονή της και άπειρες είχαν γίνει μονομαχίες για ένα της χαμόγελο. Ό Χαϊρεντίν δεν την ήθελε για τον εαυτό του. Στον τομέα αυτόν, μάλιστα, ήταν πολύ εγκρατής, όπως γράφουν όσοι τον γνώρισαν, Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί. Αλλά την ήθελε την όμορφη κυρά για να την στείλη πεσκέσι στον Σουλεϊμάν ο οποίος μάζευε γυναίκες όπως άλλοι σήμερα μαζεύουν γραμματόσημα. Αλλ’ η όμορφη δούκισσα πληροφορήθηκε την απόβασι του κουρσάρου στις ακτές της Νάπολης, και χωρίς να χάση καιρό—νύκτα ήταν και κοιμόταν—καβάλησε το άλογο με το νυχτικό, όπως ήταν, κι’ έφυγε καλπάζοντας για τα ενδότερα με την συνοδεία ενός μόνον υπηρέτη. Γλύτωσε. Άπρακτος έφυγε ο Χαϊρεντίν από το Φούντι. Έξαλλος όμως, για την αποτυχία του, παρέδωσε την δύστυχη πόλι για τέσσερις ώρες στους Γενιτσάρους του, οι όποιοι την έκαμαν γυαλιά—καρφιά. Η δούκισσα πληροφορήθηκε όλα τούτα με δάκρυα στα μάτια, αλλ’ άλλο πρόβλημα φαίνεται πως την απασχολούσε εν τω μεταξύ: Ο υπηρέτης, που την συνώδεψε εκείνη τη νύχτα στην απελπισμένη έφιππη φυγή της. Είναι άγνωστο τι μεσολάβησε μεταξύ τους, αργότερα όμως, η πανέμορφη χήρα τον κατήγγειλε, ότι παραφάνηκε ενοχλητικός εκείνη τη νύχτα κι’ ο δύστυχος καταδικάσθηκε σε θάνατο. Αν εκτελέσθηκε ή όχι η ποινή του, δεν μας το λένε οι χρονικογράφοι της εποχής. Αναστατώθηκαν από τούτο τό περιστατικό οι ηγεμόνες της Δύσεως. Όχι τόσο για την περιπέτεια της δουκίσσης—στο κάτω—κάτω καλά να πάθη η ψηλομύτα!—όσο όμως, γιατί ο Μπαρμπαρόσσα κατάφερε να βάλη χέρι σε μεσόγεια πόλι. Τι θα γινόταν αν συνέχιζε έτσι; και ποιοι ήσαν οι σκοποί του; Μήπως είχε υπ’ όψει του να κάμη αποβασιν για καλά στην Ευρώπη και να εγκατασ��ήση πειρατικό προγεφύρωμα ή ακόμη και Κράτος; Ο Χαϊρεντίν δεν του έδωσε πολύ καιρό για τέτοιους συλλογισμούς. Γιατί, ενώ τον περίμεναν να συνεχίση τις επιδρομές του στις ευρωπαϊκές ακτές, εκείνος σαλπάρησε ξαφνικά απ’ τα νερά της Νάπολης και τράβηξε ολοταχώς προς τον Νοτιά. Ένα μπρίκι γενοβέζικο είδε την άρμάδα, που αρμένιζε κατά την Αφρική κι’ έφερε το νέο στο Παλέρμο, όπου κανείς δεν ήθελε να το πιστέψη. Εν τούτοις, ο Γενοβέζος καπετάνιος δεν έκαμε λάθος. Ο Μπαρμπαρόσσα κι ό στόλος του τραβούσαν προς την Αφρική. Ήταν βέβαιο, και πιστεύθηκε, πως θα πήγαινε κατά το Αλγέρι, το συνηθισμένο του λιμέρι, για να ετοιμασθή για νέο ρεσάλτο. Μέγα λάθος. Όταν έφθασε κοντά στα βορειαφρικανικά παράλια ο αρχικουρσάρος έκοψε αριστερά και τράβηξε για το Τούνεζι. Κι’ εκεί όταν έφθασε έξω απ’ το λιμάνι, τράβηξε τις πρώτες κανονιές. Νόμισαν οι έξω, πως χαιρέτησε τη σημαία τους. Αλλά λάθος. Με τις πρώτες κανονιές σκοτώθηκε κόσμος και γκρεμίστηκαν σπίτια. Ο Χαϊρεντίν ούτε σημαίες χαιρέτιζε, ούτε πράσιν’ άλογα. Είχε, απλούστατα αρχίσει επίθεσι κι’ εννοούσε να την συνέχιση ως την κατάληψι της πόλεως. Έτ��ι κι’ έγινε. Μέσα σε λίγες ώρες κατέλαβε το Τούνεζι κι’ ο τελευταίος Άραβας Σουλτάνος, ο Μουλέκ Χασάν, προστατεύμενος του Βασιλιά της Ισπανίας μόλις πρόλαβε να το βάλη στα πόδια και να γλυτώση. Αυτό υπήρξε και η τελευταία πράξις του δράματος στην αραβική κυριαρχία της Τύνιδος. Από τότε μπαίνει κι αυτή σαν επαρχία μέσα στα όρια της σχεδόν απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη Μαδρίτη τη γενική κατάπληξι για το εγχείρημα του Μπαρμπαρόσσα διαδέχθηκε η αγανάκτησις.

.


Φυλακή στις ακτές της Αλγερίας την εποχή τον Μπαρμπαρόσσα. Από ολλανδική χαλκογραφία της εποχής του Pieter van der Aa, ο οποίος επεσκέφθη τα παράλια της Β. Αφρικής, που ήταν τότε υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου.


Το τι είχε συμβή ήταν πάρα πολύ για να το καταπιή ο Κάρολος. Οργή τον κατέλαβε κι’ αποφάσισε ν’ αντιδράση αμέσως. Δεν φώναξε ούτε στρατηγούς, ούτε ναυάρχους.
—Εγώ, είπε, θα είμαι αρχηγός της εκστρατείας!
Δόθηκαν οι διαταγές. Καράβια άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Βαρκελώνη. Καράβια και στρατιώτες—μέσα σε τρεις βδομάδες εικοσιπέντε χιλιάδες στρατός και 600 πλοία ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν 150 μεγάλα οπλιταγωγά και 65 γαλέρες, με ναύαρχο τον Αντρέα Ντόρια. Ο ίδιος ο Κάρολος Κούντος επιστατούσε στη συγκέντρωσι και στις προετοιμασίες και, τέλος στις 28 Μαΐου του 1535 του αναφέρθηκε πως όλα ήσαν έτοιμα για την εκστρατεία. Την επομένη δόθηκε η διαταγή της αναχωρήσεως. Πρώτες σαλπάρησαν οι γαλέρες του Ντόρια και ακολουθούσαν τα οπλιταγωγά με τον στρατό, ενώ σε χρυσοβαμμένο «γαλλιόν» βρισκόταν επάνω ο ίδιος ο Βασιλιάς. Στόλος τρομερός, πράγματι, για την εποχή, που σπάνια είχε ιδεί η ως τότε ανθρωπότης. Ο Κάρολος δεν ήταν άνθρωπος δειλός. Η Μεγαλειότης του ήταν παλληκαράς και είχε αποφασίσει να το βροντήξη.
—Θα τον χτυπήσουμε, στην καρδιά, είπε. Εκεί που τον πονάει. Καπιτάν—γενεράλ, πορεία για το Τούνεζι.
Ο Ισπανός ναύαρχος έτριψε τα μάτια του από έκπληξι. Δεν περίμενε τέτοια διαταγή, μιά, όμως, και του δινόταν, δεν μπορούσε παρά να την εκτελέση, φυσικά. Του φαινόταν, όμως, ξαφνικό να πάνε να χτυπήσουν, το θηρίο στη φωλιά του, Κι’ αν απετύγχαναν; Τί θα γινόταν η Ισπανία; Το άνθος του Ναυτικού και του Στρατού της ήταν μπλεγμένο σε τούτην την επιχείρησι. Η Αυτού Καθολική Μεγαλειότης δεν έπαιρνε, όμως, από κουβέντες, θα χτυπούσαν το Τούνεζι. Κι’ ο στόλος έβαλε ρότα για κει. Το ταξίδι αυτή τη φορά ήταν χωρίς περιπέτειες. Η Μεσόγειος δεν περιποιήθηκε με κανένα ξαφνικό μπουρίνι της το στόλο του Καρόλου, όπως είχε κάνει πριν λίγα χρόνια με τις γαλέρες του Φερδινάνδου και μετά λίγες μέρες, όλη τούτη η αρμάδα έφθανε στην Αφρική, και γινόταν απόβασις έξω από το Τούνεζι, κάτω από τους ήχους των σαλπίγγων και τις ψαλμωδίες των Καθολικών παπάδων που κήρυτταν τον πόλεμο κατά των απίστων για την απελεύθερωσι χιλιάδων Χριστιανών σκλάβων που σάπιζαν στις γαλέρες και στις φυλακές. Πρώτος επετέθη με τις γαλέρες του ο Ντόρια. Τις παρέταξε μπροστά στο λιμάνι και άρχισε και χτύπαγε με τα πρωρεία κανόνια μέσα σε σύννεφο από βέλη που σαΐτευαν οι υπερασπιστές του φρουρίου. Αλλ’ οι γαλέρες του Γενοβέζου όλο και έκλειναν τον κλοιό γύρω—γύρω, ενώ ο στρατός πλησίαζε απ’ την στεριά. Επί κεφαλής οι Ιωαννίτες ιππότες της Μάλτας, που, μόλις έμαθαν τον σκοπό της εκστρατείας, ήλθαν κι αυτοί απ’ το νησί τους να βοηθήσουν. Ήλθαν ακόμη και Γερμανοί, Ιταλοί και Γάλλοι. Επαιρνε δηλαδή η υπόθεσις την όψι σταυροφορίας. Κι ο πόλεμος από στεριά και θάλασσα γενικεύθηκε. Ο Κάρολος, Βασιλιάς του ισχυρότερου ναυτικού και στρατιωτικού Κράτους της Δύσεως, χτυπούσε με όλη του τη δύναμι. Τρεις βδομάδες άντεξε το Γκουλέτ, το φρούριο στο Τούνεζι. Τέλος υπέκυψε στην ισπανική δύναμι κι ο ιππότης Κοσσιέ, επί κεφαλής των συναδέλφων του της Μάλτας, μπήκε πρώτος στο κάστρο, υψώνοντας τη σημαία του τάγματος στο εσωτερικό του. Ο Χαϊρεντίν δεν είχε μείνει, εν τω μεταξύ, με τα χέρια σταυρωμένα. Διέταξε τον Εβραίο Σινάν να οδηγήση τους Μαυριτανούς του σε απεγνωσμένη επίθεσι και ο ίδιος, ��πί κεφαλής δέκα χιλιάδων στρατού, προχώρησε για να εμποδίση του Ισπανούς να μπουν στο Τούνεζι. Η προσπάθεια απέτυχε. Οι Ισπανοί συνέτριψαν τον στρατό του Χαϊρεντίν και τα περισσότερα καράβια του στόλου του Μπαρμπαρόσσα αποκλείστηκαν μέσ’ το λιμάνι. Όλες του οι απόπειρες να ξεφύγουν απέτυχαν. Ο Ντόρια με τις γαλέρες του πέρασε μέσα και ρήμαξε ό,τι βρήκε εμπρός του. (Ανάμεσα σε άπειρα λάφυρα, εκατό ανέπαφα καράβια και τριακόσια κανόνια, έπεσαν στα χέρια του, ενώ, συγχρόνως, 35.000 Χριστιανοί σκλάβοι του Μπαρμπαρόσσα, αλυσοδεμένοι στις γαλέρες του ελευθερώθηκαν). Η επιτυχία ήταν μεγάλη. Ήταν κάτι περισσότερο από μιά επιτυχία: Ήταν μιά νίκη. Ο στόλος του Μπαρμπαρόσσα σερνόταν στην αιχμαλωσία, χιλιάδες Χριστιανών είχαν ελευθερωθή, το Τούνεζι είχε έλθει σε Ισπανικά χέρια, οι Μαυριτανοί είχαν κατατροπωθή.




��αθολικός κληρικός απ’ εκείνους, που με χρήματα της Δυτικής Εκκλησίας, πήγαιναν στα σκλαβοπάζαρα της Β. Αφρικής και εξαγόραζαν χριστιανούς σκλάβους. Εξαγόραζαν μόνον καθολικούς. Οι ορθόδοξοι δεν είχαν καμμιά ελπίδα.


Δίκαια, λοιπόν, στις 21 Ιουλίου ο Κάρολος Κούντος, νικητής και τροπαιούχος, έμπαινε στην πόλι, έχοντας δίπλα του τον Σουλτάνο Μουλέκ Χασάν, που τόσο ανέλπιστα ξανάβρισκε το θρόνο του. Και δίκαια έκανε δοξολογία το παπαδαριό, που ακολουθούσε την Καθολική Μεγαλειότητα του σ’ αυτόν τον πόλεμο—τιμωρία των απίστων. Και ο Χαϊρεντίν; Τί είχε απογίνει ο Χαϊρεντίν, μπροστά σ’ όλη αυτή την καταστροφή; Λέγεται πως με δάκρυα παρηκολούθησε την σύλληψι των πλοίων του από τον Ντόρια και κατόπιν καβάλλησε γρήγορα άλογο κ’ έφυγε μ’ ελάχιστους πιστούς του προς την Αλγερία. Εκεί έφθασε κατάκοπος, όχι όμως συντετριμμένος. Ο άνθρωπος αυτός, λες κ’ είχε καρδιά από ατσάλι κι άντεχε στα χτυπήματα της Μοίρας. Βρήκε κάτι λιγοστά καράβια, που του υπολειπόντουσαν, συνάντησε έξω από το λιμάνι μερικά ακόμη και χωρίς να περιμένη τις τελικές εξελίξεις στο Τούνεζι, που, εξ άλλου, τις προέβλεπε σαλπάρησε αμέσως για τις Βαλεαρίδες, παραμονεύοντας μήπως και περάσουν Ισπανικά πλοία που θα επέστρεφαν από το Τούνεζι στην Ισπανία. Έτσι κι έγινε. Φάνηκε μιά μοίρα οπλιταγωγών, που γύριζε κ’ ο Χαϊρεντίν επετέθη αμέσως. Τα σπανιόλικα πλοία μετέφεραν Μαυριτανούς σκλάβους για τις γαλέρες του Βασιλιά κ’ ο Χαϊρεντίν του απηλευθέρωσε στα γρήγορα. Και αμέσως κατόπιν, παίρνοντας θάρρος περισσότερο, νύχτα πήγε κ’ έκανε ρεσάλτο στη Μινόρκα κι ούτε λίγο ούτε πολύ τράβηξε μαζί του φεύγοντας έξη χιλιάδες Χριστιανούς, που, σκλάβους πια, τους έρριξε στις φυλακές του Αλγερίου, περιμένοντας πότε θα είχε γαλέρες για να τους αλυσοδέση στους μπάγκους τους. Εδώ μικρή παρένθεσι: Σ’ όλη τούτη τη διήγησι, εντύπωσι ίσως κάνη, ότι ο περισσότερος πόλεμος και ο χαλασμός γίνεται κ’ από τις δύο μεριές για την εξασφάλισι σκλάβων. Η αιτία απλούστατη: τα ανθρώπινα χέρια ήσαν τότε η κινητήρια δύναμις των πλοίων. Το πανί, όπως χρησιμοποιήθηκε αργότερα, στην ιστορία του ιστιοφόρου ναυτικού, ήταν ακόμη στα σπάργανα και πρέπει να περάσουν ακόμη σαράντα περίπου χρόνια από τη χρονολογία, ��ια την οποία μιλάμε, για να καθιερωθή οριστικά για τέσσερις αιώνες σαν αδιαφιλονίκητος βασιλιάς στη θάλασσα. Τα πλοία ήσαν ακόμη τότε κωπήλατα. Τα κουπιά ήθελαν χέρια. Κι αυτά προσπαθούσε να εξασφαλίση ο καθένας από τους αντιπάλους, για να επιβιώση. Γιατί αλλοιώς τα καράβια του ακινητούσαν κι ο ίδιος ήταν στο έλεος των εχθρών του. Κλείνει η παρένθεσις. Η είδησις, ότι ο Χαϊρεντίν ανοίχθηκε παρά την καταστροφή στη θάλασσα, γέμισε οργή τους Ισπανούς. Ο Κάρολος διέταξε, σε αντίποινα, να παραδοθή το Τούνεζι τρεις μέρες στους άνδρες του να κάνουν ό,τι θέλουν. Χειρότερη και αντιχριστιανικώτερη διαταγή δεν μπορούσε να δοθή. Ακολούθησε όργιο λεηλασίας και σφαγής, ώσπου τελικά πρώην Χριστιανοί σκλάβοι και Χριστιανοί στρατιώτες ήλθαν στα χέρια για τη μοιρασιά. Τότε μπήκαν στη μέση οι Ιωαννίτες ιππότες και σταμάτησαν το αίσχος, που το πλήρωσαν oι δύστυχοι κάτοικοι της πόλεως οι οποίοι μόλις πριν ένα χρόνο ήσαν φίλοι της Ισπανίας και είχαν υποκύψει με τη βία στη δεσποτεία του Χαϊρεντίν. Ένα μήνα έμεινε στο Τούνεζι ο Κάρολος κι όταν τέλος, έφυγε και γύρισε στη Μαδρίτη, έγινε δεκτός σαν ο μέγας ευεργέτης της Ανθρωπότητος. Ενώ, όμως, σημαιοστόλιστη η Χριστιανοσύνη τον επευφημούσε, ήλθαν τα πρώτα νέα για την καταστροφή της Μινόρκας. Αλλ’ ο Χαϊρεντίν ήταν ήδη μακρυά. Είχε τραβήξει κατ’ ευθείαν για την Πόλι για να άναγγείλη ο ίδιος στον Σουλεϊμάν τα αντίποινα στη Μινόρκα, σε αντίβαρο με ό,τι είχε συμβή στο Τούνεζι. Ο Σουλεϊμάν τον δέχθηκε με τιμές, δέχθηκε και τις εξηγήσεις του για το Τούνεζι, δέχθηκε και το πεσκέσι των έξη χιλιάδων σκλάβων που έθετε στη διάθεσί του ο Χαϊρεντίν και η όλη συνάντησις τελείωσε με αγάπες και με ανανέωσι της παλιάς υποστηρίξεως του σουλτάνου προς τον αρχικουρσάρο. Απ’ εκείνη τη στιγμή και για δύο περίπου χρόνια η κατάστασις παρέμεινε περίπου η ίδια. Μπαρμπαρόσσα και Ντόρια αυλάκωναν τη Μεσόγειο βουτώντας καράβια, καίγοντας πόλεις και σκλαβώνοντας ανθρώπους, χωρίς όμως να τύχη να συναντηθούν μεταξύ τους. Αυτό δεν πρέπει να μας κάνη εντύπωσι. Η θάλασσα ήταν τότε—λόγω ελλείψεων μέσων επικοινωνίας—απέραντη και εθεωρείτο τύχη να συναντηθούν δύο καράβια από σύμπτωσι. Έτσι, οι στόλοι των δύο μεγάλων αντιπάλων σκορπούσαν τον όλεθρο χωριστά. Κι οι μόνοι που πλήρωναν τα σπασμένα ήταν οι δύστυχοι άνθρωποι των παραλίων πόλεων και χωρίων, που κινδύνευαν απ’ τη μιά στιγμή στην άλλη να βρεθούν σκλάβοι ή χωρίς σπίτια και οικογένεια, αν τύχαινε να γλυτώσουν οι ίδιοι. Στα 1536 ο Χαϊρεντίν έχασε έναν παλιό και πιστό φίλο του στην Πόλι: τον μεγάλο βεζύρη Ιμπραήμ, που ένα πρωί βρέθηκε στραγγαλισμένος στο σοφά του. Όπως μαθεύτηκε αργότερα, τον σκότωσαν άνθρωποι της ευνοούμενης σουλτάνας Ροζελάν, που ήταν Ρωσίδα και δεν είχε αλλαξοπιστήσει. Τούτος ο θάνατος έβαλε σε σκέψεις τον Χαϊρεντίν, γιατί χωρίς τον Ιμπραήμ δεν ήξερε τί θα του σκάρωναν οι ραδιούργοι του σαραγιού, άλλα γεγονότα, όμως ήλθαν να ενισχύσουν τη θέσι του κοντά στο σουλτάνο. Και το πρώτο γεγονός ήταν η ανοικτή ρήξις ανάμεσα Τουρκίας και Βενετίας, που η δεύτερη, γνωρίζοντας τί θυσίες θα απαιτούσε ένας τέτοιος πόλεμος, είχε φροντίσει να αποφύγη. Αλλά στα 1536 ο εμπορικός ανταγωνισμός έφερε το πρώτο επεισόδιο. Η Βενετία ενδιαφερόταν (όπως και όλοι τότε) για το εμπόριο των μπαχαρικών, που γινόταν απ’ την Ανατολή. Η Τουρκία, μετά την κατάληψι της Περσίας, λίγα χρόνια πριν απ’ τον Σελήμ τον Τρομερό ήταν εμπόδιο σε όλη τούτη την ιστορία του πιπεριού και του λιβανιού. Κι όταν ο βοηθός του Μπαρμπαρόσσα Σινάν ο Εβραίος τόλμησε να σταματήση κάποιο βενετσιάνικο καράβι έξω απ’ τα Χανιά της Κρήτης, η Βενετία κατάλαβε πως το πράγμα δεν σήκωνε άλλο νερό και χτύπησε αμέσως. Ο υποναύαρχος Τζιρόλαμο Κανάλε βγήκε με μιά μοίρα από γαλέρες και έκανε θρύψαλλα τον Σινάν. Του έπιασε το δικό του καράβι, την καπιτάνα, και τέσσερις γαλέρες, βούλιαξε άλλες δύο κ’ έσφαξε τετρακόσιους Γενίτσαρους, ενώ, αιχμαλώτισε άλλους χίλιους, που τους αλυσόδεσε αμέσως, κατά το έθιμο, στους μπάγκους κωπηλασίας.
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΠΟΡΙΔΗ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης