Skip to main content

Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων έστειλε γράμμα στον Αλή Πασά Τεπελενλή για να τον διαβεβαιώσει: ότι δεν θέλομεν να λείψει από του να ανφέρομεν τα τοιαύτα ένδοξα προτερήματα και τας ευποιΐας της Υψηλότητός σου, προς τους πολυχρονίους αυθέντας του Υψηλού Δοβλετίου

aoristies-placeholder image
Ο Αλή Πασάς επέβαλε δια πυρός και σιδήρου την τάξη και την ησυχία στην επικράτειά του. Έκαιγε, σούβλιζε, κρέμαγε, αποκεφάλιζει όποιον παράκουγε τις εντολές του και των γιών του. Αλλά και εξασφάλισε την ηρεμία και τις συγκοινωνίες στην ατίθαση και ορεινή Ήπειρο. Έχτισε
γεφύρια, έφτιαξε δρόμους, οικοδόμησε δημόσια κτήρια. Η φήμη του και η επιρροή του άρχισε να ξεπερνά τα όρια της Ηπείρου. Ένα γράμμα με την υπογραφή του επέβαλε παντού υπακοή. Τυπικά ήταν υπήκοος του Σουλτάνου και κατέβαλλε όπως όλοι ετήσιο φόρο στην Υψηλή πύλη. Στην πράξη όμως τα σουλτανικά φιρμάνια δεν είχαν στην επικράτειά του και μεγάλη ισχύ.
Χωροδεσπότης, επικαρπωτής, ενοικιαστής των σουλτανικών κτημάτων, τελώνης, εισπράκτορας, τοκογλύφος, συγκέντρωνε στα χέρια του όλους τους κλάδους της οικονομίας και του εμπορίου. Δεν υπήρχε οικονομική δραστηριότητα που να μην την φορολογούσε. Φόρο στα υφάσματα, φόρο στα παπούτσια, φόρο στους φούρνους για να ψήσουν ψωμί, φόρο στους χτίστες για να στήσουν σκαλωσιές. Όταν μάθαινε ότι κάποιου εμπόρου οι δουλειές δεν πηγαίναν καλά, τον καλούσε και τον δάνειζε υποχρεωτικά, χωρίς ο άλλος να θέλει το δάνειο. <<Ξέρω ότι δεν πάνε καλά τα αλισβερίσια σου και θέλω να σε βοηθήσω. Απεφάσισα λοιπόν να σε δανείσω>> Και τους δάνειζε με τόκο 20% και 30%. <<Καλές δουλειές παιδί μου, μην στεναχωριέσαι, θα μου ξοφλήσεις το δάνειο όταν μπορέσεις>> Πάντως για να πούμε και του στραβού το δίκιο δεν έκανε τίποτα παραπάνω από αυτό που κάνουν σήμερα, νομιμότατα μάλιστα, οι τράπεζες που σου παρέχουν ανοιχτό δάνειο- πληρώνεις όποτε έχεις- και σε ρημάζουν με τόκους και πανωτόκια. Δεν ήταν δυνατόν αν τον επισκεφθείς χωρίς να του προσφέρεις ένα καλό πεσκέσι. Κάποτε σε ένα ταξίδι του στο Βεράτι της Β. Ηπείρου, τον επισκέφτηκε εθιμοτυπικά ο δεσπότης της περιοχής φέρνοντας του πεσκέσι ζάχαρη και καφέ. Ο Αλής στράφηκε στον υπηρέτη του και του είπε: Πάρ’τα αυτά και δώσ’τα στον Σαλίκ>> δηλαδή στον εγγονό του, που ήταν 8 χρονών και δε ξαναμίλησε στον δεσπότη. Ο τελευταίος το κατάλαβε και επανήλθε την επομένη ακουμπώντας στα πόδια του 200 τσέκινα. Βλέποντας το χρυσάφι καλωσόρισε τον Δεσπότη και τον ρώτησε πως τα πάει με το ποίμνιό του. Ακριβώς αυτό περίμενε να ακούσει ο πανούργος ρασοφόρος. <<Ευχαριστημένος είμαι>> απαντάει αυτός <<μόνο που μου καθυστερούν τα δοσίματα>> Φωνάζει ο Αλής τον γραμματικό του και υπαγορεύει διαταγή στους χριστιανούς της δικαιοδοσίας του δεσπότη να πληρώσουν αμέσως τα δοσίματα γιατί <<θα τους φάει το μαύρο φίδι>>. Έτσι έβγαλε και με το παραπάνω ο δεσπότης τα τσεκίνια που έδωσε στον πασά. Τα φόρτωσε στο ποίμνιο. Το χειρότερο από όλα ήταν όταν πήγαινε επίσκεψη σε τούρκικο ή ελληνικό σπίτι προσκαλεσμένος ή απρόσκλητος. Αφού έτρωγε και έπινε ο ίδιος και η συνοδεία του φεύγοντας έπρεπε να του κάνουν και δώρο από πάνω και αλίμονό τους αν το παρέλειπαν. Δεν έκανε διάκριση. Πήγαινε σε σπίτι φτωχών και πλουσίων, κυρίως όμως στα σπίτια εκείνα από όπου ήξερε ότι θα έφευγε με ακριβά δώρα. Μεγάλη τιμή για τον οικοδεσπότη εθεωρείτο να ξυριστεί ο Αλής σπίτι του. Διάλεγε έναν έμπορο εύπορο και τον ειδοποιούσε ότι αύριο λ.χ. θα τον επισκεφτεί για να ξυριστεί. Έφερνε μαζί του και τον μπαρμπέρη του σεραγιού, και η ιεροτελεστία του ξυρίσματος ακολουθούσε γενναίο φαγοπότι και στο τέλος της επίσκεψης έφευγε με δώρο, τουλάχιστον ένα ασημένιο σερβίτσιο του καφέ, χώρια το δώρο που έδιναν στον κουρέα του. Την επόμενη μέρα όμως ήταν ικανός να ρίξει στο μπουντρούμι αυτόν που το προηγούμενο βράδυ τον φιλοξενούσε. Είχε συγκεντρώσει στο σεράι του χιλιάδες αντικείμενα κάθε είδους δώρα που έπαιρνε. Οι αποθήκες του ήταν γεμάτες με παλιόρουχα, χαλασμένα άρματα, λεβέτια, σκουριασμένους τετζερέδες. Δεν επέτρεπε να πεταχτεί το παραμικρό πράγμα. Κρατούσε ο ίδιος τα κλειδιά των αποθηκών και παρακολουθούσε σχολαστικά το κάθε τι που υπήρχε μέσα και αν ήταν στη θέση του. Είχε μία μεγάλη συλλογή από ρολόγια διαφόρων ειδών και σχημάτων. Από τη άλλη μεριά υπήρχαν αίθουσες υποδοχής μεγαλοπρεπείς, πλούσια διακοσμημένα, με βαρύτιμα όπλα, σοφάδες με ακριβά μπαρόκ. Όλους αυτούς τους θησαυρούς τους θυμόταν από μνήμης. Τίποτα δεν ξεχνούσε και δεν έκαμε ποτέ λάθος. Ήταν εντελώς αγράμματος και δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει. Μιλούσε καλά τα ελληνικά και τα αρβανίτικα και λίγο τα τούρκικα. Διασκέδαζε μιλώντας στον συνομιλητή του πότε τούρκικα, πότε αρβανίτικα, πότε ελληνικά, αδιαφορώντας αν ο άλλος καταλάβαινε τη γλώσσα. Ήταν άριστος ιππέας και τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο επισκεπτότανε με το άλογο κάθε χωριό της επικράτειάς του. Την τακτική του να μην πληρώνει κανέναν και τίποτε την είχε εφαρμόσει και στην αυλή του. Από αυτούς που είχε στην δούλεψή του, κανένας σχεδόν δεν ήταν έμμισθος. Όλοι ζούσαν από τα μπαξίσια. Υπήρχε ολόκληρο σμήνος γραμματικών και παρατρεχάμενων που δούλευαν στο σεράι σε κάθε είδους εργασία και αμείβονταν από τα καθημερινά μπαξίσια. Για να δεις τον Αλή για να ζητήσεις κάτι, να υποβάλεις ένα αίτημα περνούσες υποχρεωτικά από όλον αυτόν τον συρφετό των υποτιθέμενων αρμοδίων οι οποίοι έπρεπε πρώτα να λαδωθούν για να προχωρήσει το αίτημά σου.
Από το βιβλίο Τα Ψηλα Γράμματα της Ιστορίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης