Skip to main content

Στον αστερισμό του λαϊκισμού

Photo Sharing and Video Hosting at Photobucket


Ο σημερινός τίτλος είναι δάνειο από τον Άγγελο Ελεφάντη. Το ομώνυμο βιβλίο του, το οποίο κυκλοφόρησε το 1991 (εκδόσεις “Ο ΠΟΛΙΤΗΣ”) ανέλυε το φαινόμενο του
λαϊκισμού όπως είχε αναπτυχθεί στην ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη οκταετία του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα, δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μετά, παραμένει δυστυχώς εξαιρετικά επίκαιρο…

Ο παραπάνω ορισμός προέχεται από το on-line “Λεξικό της κοινής νεοελληνικής” του Τριανταφυλλίδη
Βασική συνιστώσα του λαϊκισμού στην πολιτική, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, είναι το να λες στον άλλον (στον ψηφοφόρο, στην εκάστοτε κοινωνική ομάδα) αυτό ακριβώς που θέλει να ακούσει. Προσοχή όμως: δεν είναι αρκετό να λες απλώς ψέμματα, μερικές φορές δεν είναι καν απαραίτητο. Είναι όμως σημαντικό να πετύχεις σωστά δύο πράγματα: το timing και τη στόχευση.

Ο λαϊκισμός στην ελληνική πολιτική ζωή είναι περίπου ενδημικό φαινόμενο: στα χρόνια των παππούδων μας, οι πολιτευτές γυρνούσαν τα χωριά καβάλα στο μουλάρι, έχοντας απόκοντα τον τοπικό κομματάρχη, και έταζαν στον κοσμάκη γεφύρια, σχολεία, κλινικές (όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας-“Μαυρογιαλούρος” στην πασίγνωστη ελληνική ταινία). Το φαινόμενο επιβίωσε για δεκαετίες, περνώντας από φάσεις έξαρσης και ύφεσης. Και γνώρισε την κορύφωσή του κατά τη δεκαετία του ’80.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της πολιτική�� σκηνής της χώρας για τριάντα περίπου χρόνια. Η συνολική αποτίμηση του έργου του και της όποιας προσφοράς του στον τόπο, μικρής ή μεγάλης, είναι νωρίς ακόμη να γίνει. Αναμφισβήτητα όμως υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους θιασώτες του λαϊκισμού. Είχε όλα τα απαραίτητα προσόντα: ρητορικός και λυρικός, διέθετε έμφυτη γοητεία και ήξερε πάντοτε τι να υποσχεθεί, πότε και σε ποιους. Κατήγγειλε από τα μπαλκόνια το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, υποσχέθηκε την Ελλάδα στους Έλληνες, απευθύνθηκε στα περήφανα νιάτα και στα τιμημένα γηρατειά. Έχοντας ως ταιριαστό “σεκόντο” του τον Μένιο Κουτσόγιωργα (“δεν δικαιούσθε δια να ομιλείτε”), χρησιμοποίησε τον λαϊκισμό ως πολιτικό εργαλείο, μεθοδικά και με μαεστρία. Παράλληλα, είχε την τύχη να αναμετράται στην πολιτική κονίστρα με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, σε μία εποχή που ο τελευταίος δεν είχε αναδειχθεί σε media darling (όπως σήμερα, που χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες συγκεκριμένων εκπροσώπων του τύπου έχει καθιερωθεί πια σαν “ιερή αγελάδα” της πολιτικής). Απόλυτα φυσιολογικά, κυριάρχησε πλήρως στην πολιτική σκηνή της χώρας για οκτώ ολόκληρα χρόνια.

Αλησμόνητη θα μείνει η αποστροφή του “δεν υπάρχουν θεσμοί, ο μόνος θεσμός είναι ο κυρίαρχος λαός”, όπως και η εντολή “Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα”. Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε πραγματικά πρωτομάστορας του είδους: αν υπήρχαν σχετικά σεμινάρια, η οκταετία 1981-89 θα διδασκόταν ως παράδειγμα. Μία περίοδος κατά την οποία το φαινόμενο θέριεψε, και γνώρισε την κορυφαία έκφρασή του με τη sui generis μορφή του Αυριανισμού και των ραδιοφωνικών εκπομπών του Μιχάλη Γαργαλάκου (τον θυμάσαι, Μοναδικέ μου Αναγνώστη;). Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ δικαιώθηκε για την επιλογή του: ακόμη και εν μέσω της δίνης του σκανδάλου Κοσκωτά, η σαγήνη που προκαλούσε στο εκλογικό σώμα τον κράτησε όρθιο (με τη βοήθεια, βέβαια, και ενός εκλογικού νόμου φτιαγμένου “στα μέτρα του πελάτη”). Ο Κ. Μητσοτάκης χρειάστηκε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις και το δεκανίκι του -προ πολλού ξεχασμένου- βουλευτή της τότε ΔΗΑΝΑ Κατσίκη για να γίνει πρωθυπουργός με την ελάχιστη δυνατή πλειοψηφία των 151 εδρών.

Στην τριετή θητεία Μητσοτάκη το φαινόμενο δεν εξαφανίστηκε, αλλά πάντως έπεσε σε ύφεση. Η οποία αποδείχθηκε παρατεταμένη: η επιστροφή του Αν. Παπανδρέου το 1993 υπήρξε σύντομη και σημαδεύτηκε από τα προβλήματα της υγείας του. Ο Κώστας Σημίτης, που τον διαδέχθηκε, ήταν άλλου είδους πολιτικός: επιστήμονας, τεχνοκράτης, δεν πρέσβευε μεγαλόπνοα οράματα αλλά την προοπτική μιας ορθολογικής διαχείρισης. Επιπλέον, δεν τον βοηθούσαν ούτε το παράστημά του, ούτε οι ρητορικές του ικανότητες. Μπορεί να πει κανείς πολλά για την πολιτεία του, αλλά δεν μπορεί να του προσάψει ιδιαίτερη ροπή προς τον λαϊκισμό. Κληρονόμησε ωστόσο έναν κομματικό μηχανισμό βαθιά διαβρωμένο από το φαινόμενο, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφορτωθεί ή να “καθαρίσει”, και που λειτούργησε ως βαρίδι στα πόδια του. Και έτσι, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, φτάνουμε σιγά σιγά στο σήμερα…

Ο σημερινός πρωθυπουργός δεν είχε κατ’ αρχήν κανέναν λόγο να είναι λαϊκιστής: πολιτικός της νέας γενιάς, αναδείχθηκε αρχηγός του κόμματός του σε σχετικά μικρή ηλικία, χωρίς να χρειαστεί να δώσει μεγάλη μάχη και διαθέτοντας ένα “βαρύ” όνομα και ένα καθαρό πολιτικό προφίλ. Η εκλογική ήττα του Μιλτιάδη Έβερτ το 1996 έβγαλε από το προσκήνιο μια σειρά ιστορικών στελεχών της ΝΔ, δυνάμει “δελφίνους”, και άνοιξε τον δρόμο για τον Κ. Καραμανλή, του οποίου η πολιτική πείρα ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Κατέβηκε στις εκλογές του 2000 ως λογικό φαβορί και επέδειξε ικανότητα και καπατσοσύνη μετά την ήττα, καταφέρνοντας να διατηρήσει την αρχηγία. Από τότε όμως και μετά, φαίνεται ότι το έμαθε το μάθημα: βάδισε με ασφάλεια στο μονοπάτι του λαϊκισμού και εξακολουθεί να βαδίζει μέχρι σήμερα.

Ξεκίνησε ζητώντας εκλογές: από τα μισά της τελευταίας θητείας Σημίτη, το αίτημα για “εκλογές εδώ και τώρα” προβάλλονταν άκαιρα μεν, τακτικά και επίμονα δε. Μετά, άρχισε να τάζει στον καθέναν ό,τι ήθελε να ακούσει (η στόχευση που λέγαμε παραπάνω…): μονιμοποίηση στους συμβασιούχους, δουλειά στους άνεργους, κοινοτικά κονδύλια στην περιφέρεια. Υποσχέθηκε διαφάνεια και αξιοκρατία. Κατήγγειλε τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Εγγυήθηκε το ξαναμοίρασμα της πίτας στις μεγάλες επιχειρήσεις που κάνουν μπίζνες με το Δημόσιο. Προσεταιρίστηκε την Εκκλησία στο θέμα των ταυτοτήτων και εξασφάλισε την εύνοιά της. Και ύστερα, εφάρμοσε τη θεωρία του “ώριμου φρούτου”: εκμεταλλεύτηκε την κόπωση του κόσμου από τα έντεκα χρόνια συνεχούς διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (εδώ έρχεται το σωστό timing), την αγανάκτηση από το κύμα ακρίβειας που προκάλεσε (ή φάνηκε ότι προκάλεσε) το ευρώ, αλλά και τα φαινόμενα αλαζονείας που εμφανίστηκαν στις τάξεις του τότε κυβερνώντος κόμματος, σε σύγκριση με το δικό του καθαρό προφίλ. Αφού άντεξε τους κλυδωνισμούς της ήττας του 2000, το 2004 είχε τη νίκη στο τσεπάκι του, και την κατέκτησε άνετα και χωρίς να ιδρώσει.

Μετά την μεθοδική αναρρίχησή του στον πρωθυπουργικό θώκο έκανε την περίφημη δήλωσή του για τους νταβατζήδες, ίσως την κορυφαία στιγμή λαϊκίστικου παροξυσμού. Από τότε, τα πράγματα πήραν τον (αναμενόμενο) δρόμο τους. Οι δημόσιες τοποθετήσεις γέμισαν από στερεότυπα: το σύστημα ΠΑΣΟΚ, η νέα διακυβέρνηση, οι αγκυλώσεις του χθες, οι μεταρρυθμίσεις και οι τομές, η ανάπτυξη. Λόγια χωρίς αντίκρυσμα. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές, όποτε δηλαδή χρειάστηκε “να κάνει πολιτική”, ο πρωθυπουργός διαφύλαξε με προσοχή τη δημόσια εικόνα του, κρυπτόμενος κατά περίπτωση πίσω από τους εκάστοτε υπουργούς του, τον Ατρόμητο Ρουσόπουλο και τον ταλαίπωρο Αντώναρο. Στην πορεία, παρέσυρε και την αντιπολίτευση στον ίδιο δρόμο: ο Γιώργος Παπανδρέου αρχικά προσπάθησε να διατυπώσει θέσεις και προτάσεις, οικοδομώντας ένα εκσυγχρονιστικό προφίλ στα χνάρια του Σημίτη. Μετά ��ιαπίστωσε ότι η αντιπαράθεση ουσιαστικά γίνεται και θα γίνεται σε επίπεδο προσώπων και όχι προγραμμάτων: έτσι, άρχισε κι αυτός να συνθηματολογεί, ασκώντας ένα είδος προσωπικής αντιπολίτευσης, με ευθείες βολές κατά του Καραμανλή προσωπικά και αφήνοντας τα πολιτικά επιχειρήματα στην άκρη. Το ίδιο έργο της διετίας 2002-2004, με τους ίδιους πρωταγωνιστές σε διαφορετικούς ρόλους. Εδώ βρισκόμαστε τώρα, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, και το μέλλον διαγράφεται ζοφερό…

Ο λαϊκισμός, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, δεν συνταιριάζεται με τον ορθολογισμό. Όταν κυριαρχεί ο πρώτος, ο δεύτερος εξαφανίζεται. Ο λαϊκισμός δεν απευθύνεται στη λογική, αλλά στο συναίσθημα. Δεν παράγει πολιτική, δηλαδή επιχειρήματα, θέσεις και προτάσεις, αλλά συνθήματα. Έβλεπα την περασμένη Παρασκευή τον πρωθυπουργό στην εμφάνισή του στη Βουλή, να κατηγορεί τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι ήταν υπουργός της τότε κυβέρνησης όταν δίνονταν “οι μίζες των εκατομμυρίων στα εξοπλιστικά προγράμματα”. Έτσι, απλά και χωρίς στοιχεία. Σαν να μιλούσε στο καφενείο: εσείς τα κάνατε μούσκεμα. Ναι, αλλά εσείς τα κάνατε χειρότερα. Ναι, αλλά εσείς τα παίρνατε. Ναι, αλλά εσείς τα παίρνετε πιο χοντρά. Το μόνο που λείπει είναι να μπει ο καφετζής της Βουλής, να φέρει το τάβλι…

Ο Κ. Καραμανλής είναι ίσως ο πρώτος πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας που μπορεί ο μέσος ψηφοφόρος να τον φανταστεί στο σαλόνι του σπιτιού του, με βερμούδα και σαγιονάρα, να πίνει τον φραπέ του και να χαζεύει μπάλα στην τηλεόραση. Είναι ο “άνθρωπος της διπλανής πόρτας”. Αυτό όμως δεν τον κάνει καλύτερο πρωθυπουργό: δεν τον βοηθάει να παράγει πολιτική. Δεν τον βοηθάει να διαμορφώνει τις εξελίξεις, αντί να τρέχει πίσω από αυτές. Δεν τον βοηθάει να προτείνει λύσεις στα προβλήματα, ούτε καν να τα εντοπίσει και να τα αναγνωρίσει. Τον βοηθάει όμως πιθανόν να επανεκλεγεί (ως “καταλληλότερος για πρωθυπουργός”), πράγμα που όπως φαίνεται είναι και το ζητούμενο, και να συνεχίσει στον ίδιο ακριβώς δρόμο. Μέχρι να έρθει η ώρα να εφαρμοστεί και στην περίπτωσή του η θεωρία του “ώριμου φρούτου”…

Συμπερασματικά, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, η δεκαετία του 1990 φαίνεται ότι υπήρξε ένα σύντομο διάλειμμα. Η αυτοαποκαλούμενη “Νέα Διακυβέρνηση” γύρισε το ρολόι είκοσι χρόνια πίσω: η πολιτική αντιπαράθεση σήμερα, εν έτει 2007, διεξάγεται και πάλι με τους όρους της δεκαετίας του ’80, και ο λαϊκισμός δίνει τον τόνο στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας. Τον άγριο χορό του τον χορεύουν και οι δύο μονομάχοι, σφιχτά πιασμένοι χέρι με χέρι. Η πολιτική είναι απούσα, κανείς δεν συζητάει για προγράμματα και προτάσεις, τα “μικρά κόμματα” περιδινίζονται στον δικό τους στρόβιλο, η προεκλογική περίοδος μόλις άρχισε και επισήμως με την αποπομπή Τσιτουρίδη. Ξεθάβουν οι μεν τις πομπές και τα σκάνδαλα των δε. Βγάζουμε τα σημαιάκια από την ντουλάπα και παίρνουμε στο χέρι την ντουντούκα. Τα συνθήματα τα ξέρουμε, και όσα καινούργια προκύψουν θα τα μάθουμε στο δρόμο.

Εμείς, Μοναδικέ μ��υ Αναγνώστη, μπορούμε να χτυπάμε παλαμάκια.

Σε χαιρετώ

Χασοδίκης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης