Skip to main content

Όταν προστάζουνε πολλοί, σπίτι δεν χτίζεται

aoristies-placeholder image


Μετά την αποτυχία, όμως του Υψηλάντη, οι Έλληνες δεν είχαν πλέον Αρχηγό, Ηγέτη, Κεφαλή, Αρχή, Συντονιστικό Κέντρο του Αγώνα, και έτσι έκανε ο καθένας του κεφαλιού του. Οποιοιδήποτε είχαν την δυνατότητα να συγκεντρώσουν στρατιώτες, μόνοι τους, χωρίς άδεια κανενός, θα μπορούσαν να ξεκινήσουν τον
αγώνα της Ανεξαρτησίας, άλλοι με ιδιοτελή κίνητρα και οι περισσότεροι με μοναδικό στόχο την απελευθέρωση του τόπους τους. Έχουμ�� πλέον τόσους στρατούς, τόσες αρχές, τόσα βιλαέτια, όσους οπλαρχηγούς, όσους κοτζαμπάσηδες και προκρίτους, όσους αυτοσχέδιους τοπικούς καπεταναίους. Η Ελλάδα του 1821 έμοιαζε με την Αρχαία Ελλάδα της κλασσικής περιόδου. Από εδώ έχουμε την περιοχή κράτος την Αρκαδίας του Κολοκοτρώνη, της Λακωνίας και της Μάνης του Μαυρομιχάλη, της Μεσσηνία του Σισίνη, της Αχαΐας του Λόντου και του Ζαΐμη, της Κορινθίας του Νοταρά και απέναντι την Ρούμελη, το κράτος του Ανδρούτσου, του Καραϊσκάκη και πάει λέγοντας. Ηγεμόνες αυτών των πόλεων-κρατών οι ντόπιοι οπλαρχηγοί και πρόκριτοι. Παρ΄όλα αυτά όλους αυτούς τους ένωνε ο κοινός σκοπός. Το όνειρό τους ήταν η απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό. Και για τον κοινό αυτό σκοπό, παρά το εγωπαθές και φίλαρχο, χαρακτηριστικό της φυλής μας, καθένας συνέβαλε με τον τρόπο του. τουλάχιστον τον πρώτο χρόνο. Αυτό το καλό κλίμα, την ομόνοια των πρώτων μηνών και την διχόνοια που ακολούθησε μετά, θυμάται ο Κολοκοτρώνης και μας περιγράφει: ” Εις τον πρώτο χρόνο της επαναστάσεως είχαμε ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγαινε εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον. Και αν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμα δυο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν, και ίσως εφθάναμεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, όπου ήκουαν Έλληνα έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατό Έλληνες εβάζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι και μία αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξε. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γίνουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδι το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι κάνομε; Είχαμε και αυτονών την ανάγκη. Από τότε άρχισε η διχόνοια, και εχάθη η πρώτη προθυμία και η ομόνοια. Και όταν έλεγες στον Κώστα να δώσει χρήματα δια τας ανάγκας του Έθνους, ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’αυτό τον τρόπο κανείς δεν ήθελε, ούτε να συνδράμει, ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε έναν αρχηγό και μια κεφαλή. Αλλά ένας έμπαινε Πρόεδρος έξη μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε, και εκάθετο αυτό άλλους τόσους και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ίσως όλοι θέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε π��λλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος, εις το αντικρυνό, και ο άλλος εις τον βορέαν, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτον τον τρόπον δεν κτίζεται ποτέ σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, όπου να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτων, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούν και να ακολουθούν, αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξαιτίας της διχόνοιας μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε και εις τους υστερινούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα. “
Έτσι ήταν πράγματι. Η διχόνοια ήταν άγνωστη τον πρώτο καιρό. Έκανε ��ην εμφάνισή της λίγο αργότερα. Ήρθε με τους πρώτους επώνυμους ταξιδιώτες από το εξωτερικό. Από την Κωνσταντινούπολη, το Φανάρι, την Πίζα, το Παρίσι και έγινε ενδυμική, μολύνοντας όλον τον τόπο.
Από το βιβλίο Όλα Στο Φως του Θεόδωρου Παναγόπουλου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης