Skip to main content

Έλληνες Βαστάτε Γερά! Η θεωρία Φαλμεράυερ με νέο ένδυμα

Κάποτε βρέθηκα σε μία συζήτηση, ένας από του συζητητές, μεγάλος πανεπιστημιακός με διεθνές κύρος και περγαμηνές, έψεγε τα ταφικά έθιμα των Ελλήνων. Έλεγε, έλεγε, έλεγε και ήταν τόσο μελίρρυτος που όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Τον άκουγα με προσοχή και δεν του έκανα καμία ερώτηση εκείνη την ώρα. Όταν αποχωρούσαμε τον σταμάτησα και του έδωσα συγχαρητήρια λέγοντάς του: Απόψε ξεπεράσατε και τον Γκαίτε. Εκείνος εξεπλάγη….
ευχάριστα, χαμογέλασε και με ρώτησε γιατί. Του απαντώ: Διότι ο Γκαίτε εξήρε και έλεγε ότι οι σύγχρονοι Έλληνες έσωσαν μέσω της παράδοσης τα ταφικά έθιμα των Αρχαίων Ελλήνων. Τα ωραιότερα ταφικά έθιμα στον κόσμο. Και ο Γκαίτε συνέχισα ανέλυσε ταφικά επιγράμματα από επιτύμβιες στήλες, έθιμα και παραδοσιακά τραγούδια που επιβίωσαν μέχρι και σήμερα. Του ανέφερα και το ποίημα που υπάρχει στο δοκίμιο. Το γνωστό παραδοσιακό Μάνα με τους εννιά σου γιους και με την μια σου κόρη. (Θα το παραθέσω πιο κάτω). Εκείνος αν και πάγωσε λίγο συνέχισε να μου χαμογελά και με ευχαρίστησε για τα λόγια μου. Αν και με τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες μας συνέδεε μία φιλία 30 ετών όλοι πλην δύο σταμάτησαν να μου μιλάνε, χαρακτηρίζοντάς με ως μανιακό Ελληνιστή….
Αυτό το κείμενο είναι απάντηση στο άρθρο https://www.freeinquiry.gr/pro.php?id=3356
Το παραδοσιακό Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη, την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη.Την είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδε.Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει, στ’ άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα, να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.Οι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει.Μάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα.Στα ξένα εκεί που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω, αν πάμε εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.Φρόνιμος είσαι Κωσταντή, μ��� άσκημα απιλογηθης.Κι α’ μο `ρτει γιε μου θάνατος κι α’ μο `ρτει γιε μου αρρώστια, αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους, αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια, αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω.
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένακι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοικι έπεσε το θανατικό και οι εννιά αδερφοί πεθάναν, βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν, στου Κωνσταντίνου το μνημιό μοιρολογάει και λέει.”Ανάθεμά σε Κωσταντή και μύρια ανάθεμά σε, οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!Το τάξιμο που μου `ταξες πότε θα μου το κάμεις;Τον ουρανό έβαλες κριτή και τους Αγιούς μαρτύρουςαν τύχει πίκρα γη χαρά, να πας να μου τη φέρεις”.Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα, η γης αναταράχθηκε και ο Κωνσταντής εβγήκε.Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρικαι το φεγγάρι συντροφιά και πάει να την φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.Από μακριά την χαιρετά κι από κοντά της λέγει:Άιντε αδερφή να φύγουμε, στη μάνα μας να πάμε.Αλίμονο αδερφάκι μου και τι είναι τούτη η ώρα;Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να `ρθω.Έλα Αρετή στο σπίτι μας κι ας είσαι όπως κι αν είσαι.Κοντολογίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στην στράτα που διαβαίνανε, πουλάκια κελαηδούσαν, δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια, μον’ κελαηδούσαν κι έλεγαν ανθρώπινη ομιλία:”Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει πεθαμένος”!Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.Και παρακεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:”Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους”!Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.Φοβούμαι σ’ αδερφάκι μου και λιβανιές μυρίζεις.Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Αϊ Γιάννηκι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λένε:”Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή και ράγισε η καρδιά της.Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;Άφησ’ Αρέτω τα πουλιά κι ό,τι κι α’ θέλ’ ας λέγουν.Πες μου πού είναι τα κάλλη σου και πού είναι η λεβεντιά σουκαι τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου!
Αυτού σιμά αυτού κοντά, στην εκκλησιά προφτάνουν.Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της `χάθη.Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δένδρα μαραμέναβλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο, βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένακαι τα σπιτοπαράθυρα, σφιχτά μανταλωμένα.Χτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.Αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσαι εχτρός μου φύγεκι αν είσαι ο πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχωκι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.Σήκω μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα.Ποιος είναι αυτός που μου χτυπά και με φωνάζει μάνα;Άνοιξε μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης