Skip to main content

Τι μπορεί να κάνει ένα μνημόνιο σε έναν άνθρωπο ή Υπόθεση Ντρέιφους …..

aoristies-placeholder image


Η Υπόθεση Ντρέιφους, ή Ντρέυφους, (γαλλικά: Affaire Dreyfus) υπήρξε ένα τεράστιο στρατιωτικοπολιτικό σκάνδαλο κατασκοπείας και ταυτόχρονα μία από τις μεγαλύτερες διεθνώς δικαστικές πλάνες που συντάραξε τη Γαλλία επί δώδεκα χρόνια, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε, περισσότερο προπαγανδιστικά, και σαν η πρώτη πολύ σοβαρή ένδειξη του επερχόμενου αντισημιτισμού στην Ευρώπη κατά τον 20ο αιώνα, που ίσως και ν’ αποτελούσε ένα παρακλάδι της γενικότερης ανησυχίας, ενώ οι κύριοι λόγοι ήταν πολύ βαθύτεροι, προερχόμενοι κυρίως από τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε την εποχή εκείνη στη Γαλλία, (της Γ΄ Δημοκρατίας), όπου ένα απλό επεισόδιο του πολέμου μεταξύ των μυστικών υπηρεσιών αναδείχθηκε σε μέγα δικαστικό κυκεώνα. Το όνομα της υπόθεσης αυτής λήφθηκε από το κεντρικό πρόσωπο αυτής, που ήταν ο Γάλλος λοχαγός Άλφρεντ Ντρέιφους.



Την εποχή εκείνη πριν ξεσπάσει αυτό το σκάνδαλο η γαλλική πολιτική της Γ΄ Δημοκρατίας, αν και αρχικά είχε ξεκινήσει με πολλές αμφιβολίες, είχε πλέον εδραιωθεί και μάλλον ευημερούσε. Τα οικονομικά όμως σκάνδαλα, όπως η υπόθεση του Παναμά όπου είχαν εγκαταλειφθεί οι εργασίες διάνοιξης της διώρυγας είχε ως συνέπεια αφενός οι μέτοχοι της εταιρείας να χάσουν τεράστια ποσά, (περισσότερα από 1 δισεκατομμύριο γαλλικά φράγκα), αφετέρου το Κοινοβούλιο να μη χαίρει καμίας εκτίμησης από τους Γάλλους, εκτός από τους συμμετέχοντες στο καθεστώς. Η δε ηρεμία του εργατικού μετώπου μάλλον αποδείκνυε την απαξίωση παρά την ευημερία.


Στον δε διεθνή χώρο, κατά τη δεκαετία του 1890 και μετά, η Γαλλία είχε αποκαταστήσει την παρουσία της σε αποικιακές επεκτάσεις εξισορροπώντας την συντριπτική ήττα που είχε υποστεί από την Πρωσία το 1870, που όμως δεν είχε εκλείψει νέος κίνδυνος από την ασφυκτική γύρω της συμμαχία της Γερμανία, Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας. Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με την αποξένωση που είχε από τη Μεγάλη Βρετανία, είχε οδηγήσει τη Γαλλία σε μία μυστική συμμαχία με τον τσάρο της Ρωσίας, που όμως ελάχιστη ασφάλεια μπορούσε να παρέχει.


Συνέπεια όλων των παραπάνω και με δεδομένο ότι η Γαλλία δεν είχε παραιτηθεί των αξιώσεών της επί της Λωρραίνης και της Αλσατίας (εδάφη που είχε χάσει και για τα οποία είχε αναγείρει δύο αλληγορικά αγάλματα), ήταν ο γαλλικός λαός να έχει περιβάλει το στρατό με μια ιδιαίτερη ιερότητα, ενώ το γενικό επιτελείο να το θεωρεί σεβάσμιο ιερατείο της προστασίας της χώρας, πιστεύοντας ότι κάποια στιγμή αναπόφευκτα νέος πόλεμος θα ξεσπάσει. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί το έντονο ενδιαφέρον των Γάλλων για τον στρατό τους και για καθετί που συνέβαινε σ΄’αυτόν και ειδικότερα αν άκουγαν για προδοσία ή σύλληψη πράκτορα.
Αυτό ήταν το σκηνικό στο οποίο εκδηλώθηκε το σκάνδαλο Ντρέιφους και που τελικά επέφερε την εξυγίανση της γαλλικής πολιτικής.


Σηκώνοντας την αυλαία της πρώτης πράξης της υπόθεσης Ντρέιφο��ς μέσα στο “ντεκόρ” της γενικότερης κατάστασης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, όλα φαίνονταν ήσυχα και τίποτε δεν προμήνυε κάποιο ξέσπασμα σπουδαίου σκανδάλου αναφορικά με κατασκοπεία, δεδομένου ότι ούτε πόλεμος συνέβαινε, ούτε καμιά προετοιμασία, ούτε μετακινήσεις στρατιωτικές, αλλά ούτε και κάποια νέα κατασκευή οπλικών συστημάτων ήταν σε εξέλιξη. Συνεπώς, αν κάτι θα μπορούσε ν’ αποτελέσει αντικείμενο κατασκοπείας ήταν μόνο υπάρχοντα στρατιωτικά σχέδια επιχειρήσεων.


Βρισκόμαστε στο Παρίσι, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1894. Πίσω από την βιτρίνα των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών παραγόντων που διατηρούν αξιόλογο το γόητρο της πόλης, και των διανοουμένων της, που συνεχίζουν να είναι οι πρωτοπόροι του επιστημονικού συναγωνισμού που ξεκίνησε στο δεύτερο μισό του αιώνα, η επίσημη Γαλλία συνεχίζει ν’ ανησυχεί και να παραμένει καχύποπτη προς τη Γερμανία. Το δίκτυο της γαλλικής αντικατασκοπείας, που φέρει την κεκαλυμμένη ονομασία “Υπηρεσία Στατιστικής”, βρίσκεται σε πλήρη ενεργητικότητα υπό την διοίκηση του Γάλλου συνταγματάρχη Σαντέρ.


Αυτή την περίοδο πρέσβης της Γερμανίας στο Παρίσι είναι ο Κόμης φον Μόνστερ. Στη γερμανική πρεσβεία επίσης υπηρετεί ως στρατιωτικός ακόλουθος και ο συνταγματάρχης Μαξιμιλιανός Σβάρτσκοππεν, που παράλληλα με τα καθήκοντά του, του επίσημου παρατηρητή, είχε επιδοθεί έντονα σε κατασκοπευτικές δραστηριότητες, δημιουργώντας ένα σχετικά μεγάλο δίκτυο στρατολογημένων πληροφοριοδοτών, μεταξύ των οποίων και κατώτερους υπαλλήλους του γαλλικού υπουργείου των στρατιωτικών. Οι δραστηριότητες αυτές του Σβάρτσκοππεν είχαν όμως περιέλθει σε γνώση της Υπηρεσίας Στατιστικής, η οποία και τον είχε θέσει υπό παρακολούθηση. Μεταξύ των προσώπων που στρατολογήθηκαν για την παρακολούθηση αυτή ήταν και η καθαρίστρια της γερμανικής πρεσβείας, η μαντάμ Μπαστιάν.


Δεύτερη πράξη της υπόθεσης ήταν το περιβόητο μπορντερώ. Κάποιο μεσημέρι η Γαλλίδα καθαρίστρια της γερμανικής πρεσβείας, μαντάμ Μπαστιάν, όπως έκανε κάθε φορά, μάζεψε προσεκτικά τα διάφορα χαρτιά – απορρίμματα, από τα καλάθια των γραφείων της πρεσβείας, και τα έστειλε με κάποιο σύνδεσμο στην Υπηρεσία Στατιστικής. Η τελευταία όμως αποστολή περιείχε μια ανυπόγραφη επιστολή ιδιαίτερης σημασίας που απευθυνόταν στον στρατιωτικό ακόλουθο Σβάρτσκοππεν, η οποία αρχικά χαρακτηρίστηκε ως Lettre missive και στη συνέχεια ομοίως εσφαλμένα bordereau. (Στην ελληνική ο όρος αυτός δεν αποδίδεται ακριβέστατα, λαμβάνοντας διάφορες ερμηνείες π.χ. έγγραφο, σημείωμα, μνημόνιο κ.ά. Εν προκειμένω στη γλώσσα των μυστικών υπηρεσιών λαμβάνει την ερμηνεία του «ενημερωτικού υπομνήματος» και ειδικότερα εκ του κειμένου του συγκεκριμένου εγγράφου του «υποσχετικού υπομνήματος»).
Το μπορντερώ λοιπόν αυτό, (προτιμώντας ως έχει τη γαλλική ορολογία, χωρίς μετάφραση), ήταν μια επιστολή κάποιου πληροφοριοδότη που υποσχόταν στον Σβάρτσκοππεν μια σειρά από «σημειώσεις» (αναφορές) που αφορούσαν πλήθος στρατιωτικών ζητημάτων κυρίως άκρως εμπιστευτικών, (πιθανότερο απορρήτων), που όμως ποτέ δεν δημοσιεύτηκε τι είδους στρατιωτικά θέματα αφορούσε.


Σημειώνεται ότι τέτοιες επιστολές είναι πολύ συνηθισμένες στις υπηρεσίες πληροφοριών ειδικότερα από νέους πληροφοριοδότες που δηλώνουν μέσα στον ενθουσιασμό τους ότι γνωρίζουν και πολλά προκειμένου εξ αρχής να θεωρούνται ικανότατοι.


Παρά ταύτα το μπορντερώ λαμβάνοντας τον χαρακτήρα σπουδαίου ντοκουμέντου προδοσίας, υποβάλλεται από τον διευθυντή της Υπηρεσίας Στατιστικής στο Γενικό Επιτελείο με κατάληξη στον υπουργό των Στρατιωτικών, στρατηγό Μερσιέ, ο οποίος με τη σειρά του το ανήγαγε σε πολύ σοβαρή υπόθεση προδοσίας διατάζοντας σχετικά την άμεση έναρξη των ανακρίσεων και την ταχεία σύλληψη και καταδίκη του προδότη.


Η Τρίτη πράξη της υπόθεσης, κάτω και από το βάρος της κυβερνητικής εντολής, ξεκινά με έρευνες και ανακρίσεις επί ανακρίσεων. Θορυβημένο το Γενικό Επιτελείο από το περιεχόμενο του μπορντερώ θεωρεί πως η μυστικότητα των θεμάτων που θίγονταν, (όπου στο σημείο αυτό από διάφορα συμφραζόμενα σε δημοσιεύσεις φαίνεται να αφορούσαν το νέο εγχειρίδιο πυροβολικού, ή χρησιμοποίηση εκπαιδευμένων μονάδων), δεν μπορούσε να προέρχεται από άλλον παρά μόνο από αξιωματικό που υπηρετούσε στο Γενικό Επιτελείο. Αρχικά οι ανακρίσεις στράφηκαν επί των αξιωματικών που βρέθηκαν αποσπασμένοι σ’ αυτό για διάφορους λόγους, κυρίως εκπαιδευτικούς. Στη συνέχεια θεωρήθηκαν ύποπτοι όσοι είχαν περάσει πρόσφατα από τέτοιες υπηρεσίες, που ήταν δυνατόν να γνωρίζουν μεγάλ�� ποικιλία στρατιωτικών θεμάτων. Οπότε επί των τελευταίων λήφθηκαν δείγματα γραφικών χαρακτήρων.
Κατά τις προσεκτικές αντιπαραβολές των δειγμάτων οι υποψίες έπεσαν στο γραφικό χαρακτήρα ενός λοχαγού που παρουσίαζε εντυπωσιακές ομοιότητες. Αμέσως διατάχθηκε έρευνα περί του συγκεκριμένου, που ήταν ο Αλφρέδος Ντρέυφους.


Και φθάνουμε στην τέταρτη πράξη που αφορά τoν «επιτυχή» εντοπισμό και σύλληψη του «προδότη» που θα αποτελέσει και το κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης, του Γάλλου λοχαγoύ του πυροβολικού Άλφρεντ Ντρέιφους (1859 – 1935). Αν και τα πορίσματα από τις πρώτες έρευνες γύρω από την εν γένει συμπεριφορά του ήταν πολύ ισχνά, με δεδομένο μάλιστα ότι είχε αριστεύσει κατά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Πολέμου, εν τούτοις το κατηγορητήριο στηρίχθηκε περισσότερο στον γραφικό του χαρακτήρα που παρουσίαζε εκπληκτική ομοιότητα, όχι όμως και απόλυτη. Όσον αφορά το αν είχε γνώση των θεμάτων που διαλαμβάνονταν στο μπορντερώ, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε αυτό ν’ αποτελέσει απόδειξη, αλλά ούτε και ένδειξη. Πλην όμως μέσα στην όλη αναστάτωση κυριαρχούσε και η άνωθεν εντολή του στρατηγού Μερσιέ, περί της ταχείας αποκάλυψης και σύλληψης του ενόχου, στην οποία οι υπηρεσίες έπρεπε να επιδείξουν επιτυχή και άμεση ανταπόκριση.


Έτσι στις 15 Οκτωβρίου του 1894 ο λοχαγός Ντρ��ιφους συλλαμβάνεται και αρχίζει η τακτική ανάκρισή του, κατηγορούμενος για προδοσία, παρά την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων. Στο 15νθήμερο που ακολούθησε ελάχιστες νέες κατηγορίες διατυπώθηκαν σε βάρος του, που περισσότερο είχαν να κάνουν με τον χαρακτήρα του, ως εσωστρεφής, περίεργος κ.ά. που ίσως και να συνέτειναν στο γεγονός ότι ήταν εβραϊκής καταγωγής. Τελικά οι γραφολόγοι που κλήθηκαν απέδωσαν στον Ντρέιφους την γνησιότητα του συντάκτη του μπορντερώ.
Μάλιστα ένας εξ αυτών, διάσημος τότε εμπειρογνώμων γραφολόγος, ο Αλφόνς Μπερτιγιόν, προκειμένου να υποστηρίξει την γνησιότητα, ανέπτυξε μια περίεργη θεωρία υποθέσεων που αποκάλεσε «αυτοπλαστογραφία», σύμφωνα ��ε την οποία επεξηγούσε τις κάποιες διαφορές και ταυτόχρονα τις ομοιότητες που παρουσίαζε ο γραφικός χαρακτήρας του Ντρέιφους και του μπορντερώ (βέβαια τέτοια θεωρία, βασισμένη σε ψευδο-επιστημονικά συμπεράσματα δεν υφίσταται).


Η πέμπτη πράξη στην ουσία δεν αφορά τόσο την υπόθεση όσο την επιδειχθείσα επ’ αυτής φαυλότητα (τόσο υπηρεσιακή, όσο και δημοσιογραφική). Αρχές Νοεμβρίου του 1894 ο Ντρέιφους οδηγήθηκε ενώπιον του Στρατοδικείου, που συνήλθε στο Παρίσι με την σε βάρος του κατηγορία της προδοσίας που βασίστηκε σε απλές υποψίες. Αντί λοιπόν να ξεκινήσει η δίκη μετά την μελέτη του όλου μέχρι τότε συγκεντρωθέντος ανακριτικού υλικού σπεύδει ο υπουργός – στρατηγός Μερσιέ, που ασκώντας κατάφωρη κατάχρηση εξουσίας, στην προσπάθειά του να προκαταλάβει την όλη εκδίκαση, παραδίδει στο στρατοδικείο έναν “μυστικό φάκελλο” που περιελάμβανε κάποια προσεκτικά επιλεγμένα έγγραφα “ντοκουμέντα” που στόχευαν στην επιβεβαίωση σχέσεων του Ντρέιφους με τον Γερμανό ακόλουθο. Συνέχεια δε αυτού ήταν επιπλέον και η απαγόρευση στην υπεράσπιση του Ντρέιφους να λάβει γνώση του περιεχομένου του μυστικού φακέλου.


Συνέπεια αυτών ήταν επόμενο η δίκη να εξέλθει των ορίων της νομιμότητας και να καταστεί τελικά μια κατευθυνόμενη διεργασία προαποφασισμένης καταδίκης με τελείως απαράδεκτους περί της στρατιωτικής δικαιοσύνης χειρισμού��. Συνεπώς, έξω από τα νόμιμα όρια, ούτε στρατοδικείο ήταν αυτό που εκδίκασε την υπόθεση, αλλά ούτε και δίκη συνέβη. Έτσι, παρά τις αντιφατικές μαρτυρίες και τα ελλειπή στοιχεία, μια ομάδα από στρατοδίκες υπό μορφή απόφασης, ούτε λίγο ούτε πολύ δημοσιοποίησε την επιθυμία του στρατηγού Μερσιέ. Κατά την φαύλη αυτή “ετυμηγορία” τους, ο Ντρέιφους καταδικάστηκε σε καθαίρεση του βαθμού του και ισόβια κάθειρξη σε καθεστώς πλήρους απομόνωσης σε στρατιωτικό φρούριο.
Ύστερα από την αποτρόπαιη τελετή που ακολούθησε στη συνέχεια στη Στρατιωτική Σχολή, της ατιμωτικής καθαίρεσης εκ του βαθμού του, ο Ντρέιφους στάλθηκε, στις 13 Απριλίου 1895, στο Νησί του Διαβόλου (τόπος εξορίας) στη Γαλλική Γουιάνα για να εκτίσει την ποινή του.


Αξιοσημείωτο ήταν ότι με την ετυμηγορία της καταδίκης αυτής σχεδόν όλοι οι Παριζιάνοι και γενικότερα οι Γάλλοι έμειναν ικανοποιημένοι.
Αρχικά ικανοποιήθηκε ο Μερσιέ και η Υπηρεσία Στατιστικής που φέρονταν ότι έδρασαν “ακαριαία”, μη αφήνοντας περιθώρια ότι θα κάλυπταν αξιωματικό. Ικανοποιημένοι πρώτιστα οι εθνικιστές χειροκροτούσαν, ικανοποιημένοι οι μετριοπαθείς ότι απενεμήθη η πρέπουσα δικαιοσύνη, ευχαριστημένοι και οι θρησκόληπτοι αντισημίτες, αλλά λιγότερο λυπημένοι οι σοσιαλιστές επειδή ο Ντρέιφους δεν τουφεκίστηκε, υποστηρίζοντας πως αν ήταν στρατιώτης θα τουφεκιζόταν. Τέλος, οι Εβραίοι που διατηρούσαν ελάχιστες αμφιβολίες για την ενοχή του Ντρέιφους φοβούνταν πλέον περισσότερο από τις τυχόν συνέπειες που θα είχε η κοινότητά τους γενικότερα. Οι μόνοι πραγματικά που εξ αρχής δεν παραδέχθηκαν την ενοχή του Ντρέιφους ήταν η σύζυγός του, ο αδελφός του και κάποιοι στενοί συγγενείς και φίλοι του, που άρχισαν σχεδόν αμέσως έναν τιτάνιο αγώνα, με τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί, για την αποκατάστασή του.


Γενικά η κοινή γνώμη και ο γαλλικός Τύπος καλωσόρισαν την ετυμηγορία και την καταδίκη, ενώ το όνομα του Ντρέιφους χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο – παράδειγμα της προδοσίας των Γάλλων Εβραίων.


Και ενώ το θέατρο του παραλόγου αυτού έκλεισε με το παραπάνω «φινάλε» που ικανοποίησε τους πάντες, ένα χρόνο μετά, αρχές του 1896, συνέβη κάτι τελείως αναπάντεχο που άλλαξε τελείως το σκηνικό. Ένας νέος προδότης εμφανίστηκε στο προσκήνιο που αυτή τη φορά ήταν ο πραγματικός.


Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 1896, που την διεύθυνση της «Υπηρεσίας Στατιστικής» είχε αναλάβει ο αντισυνταγματάρχης Ζωρζ Πικάρ, αντικαθιστώντας τον προκάτοχο του συνταγματάρχη Σαντέρ, παρέλαβε από την κ. Μπαστιάν (την καθαρίστρια της γερμανικής πρεσβείας) ένα νέο χειρόγραφο από το καλάθι αχρ��στων του ίδιου του στρατιωτικού ακολούθου, που είχε χαρακτήρα επείγουσας επιστολής και που ονομάστηκε «Petite bleu». Το χειρόγραφο αυτό είχε τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα του «μποντερώ» που είχε καταλογιστεί στον Α. Ντρέιφους, με την διαφορά όμως ότι ο τελευταίος βρισκόταν ήδη εκτοπισμένος στο Νησί του Διαβόλου! Το νέο όμως χειρόγραφο ήταν και περισσότερο αποκαλυπτικό φέροντας όνομα και διεύθυνση αποστολέα, κάποιου Γάλλου ταγματάρχη του 74ου συντάγματος πεζικού. Ο Πικάρ δικαιολογημένα εξανέστη «Ω Μον-Ντιέ (=Θεέ μου) άλλος… είναι ο προδότης!» και αμέσως διατάζει διεξαγωγή ανακρίσεων, ο αποστολέας του πτιτ μπλε ήταν υπαρκτός! Ήταν ο ουγγρικής καταγωγής ταγματάρχης Φέρντιναντ Εστερχάζι.


Οι εξαιρετικά ισχυρές δυνάμεις όμως που κάλυπταν τον Εστερχάζι χρησιμοποίησαν κάθε δυνατό μέσο για να συγκαλύψουν την υπόθεση. Ο ταγματάρχης Ζοζέφ Ανρί που είχε ανακαλύψει το πρωτότυπο γράμμα και το απέδωσε στον Ντρέιφους, έσπευσε να παραποιήσει νέα στοιχεία και να αποσιωπήσει άλλα.


Ο Εστερχάζι ζήτησε να κριθεί από το Πολεμικό Συμβούλιο επειδή είχε διαβεβαιώσεις για την αθώωσή του, η οποία πράγματι ήρθε ενώπιον του στρατοδικείου που ακολούθησε. Την ίδια στιγμή ο συνταγματάρχης Πικάρ, που πρώτος μίλησε για την αθωότητα του Ντρέιφους, στάλθηκε με δυσμενή μετάθεση στην Τυνησία. Έτσι, η αναθεώρηση της δίκης του Ντρέιφους στάθηκε αδύνατη.


Στο μεταξύ η εξέλιξη της υπόθεσης πήρε γρήγορα πολύ μεγάλες διαστάσεις, δίχασε στα δύο τη χώρα και συντάραξε τα θεμέλια της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Πνευματικές προσωπικότητες και Γάλλοι διανοούμενοι τάχθηκαν σθεναρά υπέρ του Ντρέιφους, τη στιγμή που οι πολέμιοί του καταφέρθηκαν ακόμη και εναντίον των υποστηρικτών του, κατηγορώντας τους ως εχθρούς του έθνους. Παράλληλα, και η ίδια η Γερμανία, υπέρ της οποίας έγινε η κατασκοπεία, αντιτάχθηκε στην αποκατάσταση της αλήθειας. “Το καλύτερο από όλα θα ήταν”, έγραφε ο υπουργός Εξωτερικών Μπίλοφ το 1898, “αν η υπόθεση τραβούσε σε μάκρος, αποσυνέθετε το στρατό και σκανδάλιζε την Ευρώπη”.


Τη στιγμή εκείνη παρενέβη ο συγγραφέας Εμίλ Ζολά, ο οποίος στις 13 Ιανουαρίου 1898 δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας “L’ Aurore” το περίφημο “Κατηγορώ”, μια ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Ζολά κατηγόρησε τον στρατό ότι συγκάλυψε τη λανθασμένη καταδίκη του Ντρέιφους και αθώωσε τον Εστερχάζι με εντολή του Υπουργείου Στρατιωτικών. Παράλληλα, δήλωνε την απέχθειά του προς την υποκρισία και τον φανατισμό. Το τεύχος της εφημερίδας τυπώθηκε σε 300.000 αντίτυπα αντί των 30.000 που ήταν ο συνηθισμένος αριθμός και έγινε ανάρπαστο. Το κείμενο αυτό αποτέλεσε την κύρια αιτία για την αναψηλάφιση της δίκης.


Η κυβέρνηση πιέστηκε από τους εθνικιστές να οδηγήσει στο εδώλιο του κατηγορούμενου τον Ζολά, ενώ αντισημιτικές εξεγέρσεις ξέσπασαν στην επαρχία. Η δίκη Ζολά ξεκίνησε στις 7 Φεβρουαρίου 1898 κι εκεί κατηγορήθηκε σαν ένοχος για συκοφαντία και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση και πρόστιμο 3.000 φράγκων. Σύντομα όμως μια αίτηση που απαιτούσε την επανάληψη της δίκης Ντρέιφους υπεγράφη από 3.000 άτομα.


Τον Αύγουστο του 1898 ένα ��έο στοιχείο ήρθε στο φως και ανέτρεψε δραματικά την υπόθεση. Ο συνταγματάρχης Ζοζέφ Ανρί που ανακάλυψε την επιστολή των μυστικών εγγράφων και με βάση αυτή καταδικάστηκε ο Ντρέιφους, ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος που συνέταξε την επιστολή, η οποία φυσικά και αποδείχθηκε, μετά από αυτή την αποκάλυψη, πλαστή. Ο Ανρί παραδέχτηκε την πλαστογράφηση και λίγο καιρό αργότερα αυτοκτόνησε, ενώ ο έτερος ένοχος, Εστερχάζι, διέφυγε στο Λονδίνο.


Η κυβέρνηση μετά από αυτή την εξέλιξη αναγκάστηκε να απευθυνθεί στο εφετείο για να εξετάσει την αίτηση αναθεώρησης της δίκης, παρά την αντίθετη γνώμη του Υπουργείου Στρατιωτικών. Το 1899 το εφετείο παρέπεμψε τον Ντρέιφους στο Πολεμικό Συμβούλιο, ενώ οι ταραχές που ξέσπασαν ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους πολέμιους του Ντρέιφους οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης.




Τον Ιούνιο του 1899 ο Ντρέιφους ήλθε από το Νησί του Διαβόλου για τη δίκη και εμφανίστηκε μπροστά σε ένα νέο στρατιωτικό δικαστήριο στην πόλη Ρεν (7 Αυγούστου – 9 Σεπτεμβρίου 1899). Καταδικάστηκε και πάλι, όμως με ελαφρυντικά. Δέκα μέρες μετά τη δίκη, ο Γάλλος πρόεδρος Εμίλ Λουμπέ, επιθυμώντας να δώσει τέλος στην υπόθεση, του απένειμε χάρη. Ο Ντρέιφους δέχθηκε την πράξη επιείκειας, αλλά διατήρησε το δικαίωμα να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να αποδείξει την αθωότητά του.


Τον Ιούλιο του 1906 το εφετείο απαλλάσσει τον Ντρέιφους και αναιρεί όλες τις προηγούμενες καταδίκες. Η Βουλή ψηφίζει νόμο με τον οποίο αποκαθιστά πλήρως τον Ντρέιφους και σβήνει κάθε αμφιβολία για την αθωότητά του. Στις 22 Ιουλίου του απονεμήθηκε το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής. Κατόπιν μικρής θητείας στον στρατό, όπου πήρε το αξίωμα του ταγματάρχη, αποστρατεύθηκε. Κλήθηκε ξανά κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ως αντισυνταγματάρχης διοίκησε μια φάλαγγα πυρομαχικών. Πέθανε στο Παρίσι στις 12 Ιουλίου 1935 σε ηλικία 76 ετών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης