Skip to main content

Σπύρος Ενωτιάδης: Ο Έλληνας πράκτορας της DEA σπάει την «ομερτά»

Κάθε κάρφωμα μπορεί να είναι το τελευταίο – και όχι μόνο για τον εκάστοτε ναρκο-βαρόνο. Κάθε κατάδοση μπορεί να είναι το καρφί στο ίδιο του το φέρετρο. Με αυτό τον αδυσώπητο όρο εργάζεται ο Σπύρος Ενωτιάδης, ο Ελληνας χαμαιλέων που
αλλάζει διαρκώς ρόλους προκειμένου να παγιδεύσει διακινητές και μεγαλέμπορους ναρκωτικών. Πρόκειται για έναν από τους πολυτιμότερους μυστικούς πράκτορες που είχε ποτέ στις τάξεις της η διαβόητη Drug Enforcement Administration (DEA), αλλιώς η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ.

Πλέον είναι 72 ετών, έχει υποστεί τρία εγκεφαλικά και οδεύει προς αποστρατεία, γι’ αυτό και αποφάσισε να αποκαλύψει μερικές από τις περιπέτειές του. Μίλησε στο περιοδικό «New Yorker» για πρώτη φορά ύστερα από περίπου 30 χρόνια γεμάτα με αποστολές αυτοκτονίας, κατευθείαν στον πυρήνα του παγκόσμιου ναρκεμπορίου. Αποστολές τόσο αδιανόητα επικίνδυνες ώστε σε καθεμία από αυτές θα μπορούσε να εκτελεστεί, με ή χωρίς βασανιστήρια. Ενάντια όμως στις πιθανότητες -και τη λογική- ο Σπύρος Ενωτιάδης είναι ζωντανός και ακμαίος, γεγονός που από μόνο του αποδεικνύει ότι στον τομέα του είναι αυθεντία.

Εν περιλήψει, ειδικότητά του είναι το να υποδύεται ρόλους, συνήθως του μεσάζοντα, του ανθρώπου που ξεπλένει μαύρο χρήμα ή του διακινητή, και να διεισδύει στην καρδιά μεγάλων κυκλωμάτων εμπορίας σκληρών ναρκωτικών. Μιλά αγγλικά με λιβανέζικη, ιταλική, ελληνική ή και κουρδική προφορά. Οπως φαίνεται από μια σειρά εντυπωσιακών επιτυχιών της DEA που οφείλοντα�� στη δική του καθοριστική συμβολή, ο Ενωτιάδης είναι απολύτως πειστικός, όντας προικισμένος με ένα αβίαστο υποκριτικό χάρισμα.
Παρ’ όλα αυτά, είναι η σωστή και επίμονη προετοιμασία που κάνει τη διαφορά. Στην ουσία, προβάρει πολλές φορές τον ρόλο του έτσι ώστε να γίνει για τον ίδιο κάτι σαν δεύτερη φύση. Ερευνά τον χαρακτήρα που θα υποδυθεί, ακριβώς όπως θα έκανε κάθε σοβαρός ηθοποιός. Επαναλαμβάνει ακατάπαυστα το όνομα που θα χρησιμοποιήσει μέχρις ότου φτάσει να ξεχάσει το δικό του. Γίνεται ψυχαναγκαστικός με λεπτομέρειες, όπως το αποσμητικό που θα χρησιμοποιούσε εάν ήταν στ’ αλήθεια έμπορος ναρκωτικών, αν θα έβαζε τζελ στα μαλλιά του κ.λπ. «Εάν παριστάνω, π.χ., έναν τραπεζίτη που έχει σχέσεις με τον υπόκοσμο, μήπως θα ήταν καλύτερα να δείχνω ατημέλητος, σαν να μη με απασχολεί η εμφάνισή μου;» λέει ο Ενωτιάδης.
Κάποτε αγόρασε ένα ρολόι Corum των 5.000 ευρώ, καθώς ο φημισμένος οίκος υψηλής ωρολογοποιίας έχει ταυτιστεί με το ναυτικό στυλ. Τότε επρόκειτο να συναντήσει έναν έμπορο ναρκωτικών εν πλω, στο κατάστρωμα ενός γιοτ. «Υπάρχουν φορές που πρέπει να φορέσεις ένα ακριβό κοστούμι και να αφήσεις να φανεί η ετικέτα του – πάντα υπάρχουν τρόποι να τη δείξεις. Οι άλλοι θα σκεφτούν αυτομάτως ‘‘ουάου, ο τύπος φοράει κοστούμι των 2.000 ευρώ’’, ακόμη κι αν εσύ το έχεις αγοράσει μόνο 300», αναφέρει σχετικά με τα μικρά μυστικά του.
Πάντως, δεκάδες είναι οι έμποροι που έχουν καταπιεί αμάσητα τα δολώματά του. Το παρουσιαστικό του, οι τρόποι του, οι πληροφορίες που, δήθεν αδιάφορα, ρίχνει στη διάρκεια της συζήτησης, όλα είναι μέρος του οπλοστασίου του. Μεταμορφώνεται σε περσόνες του υποκόσμου που αναγνωρίζονται αμέσως σαν αυθεντικές από το υπόλοιπο σινάφι. Μιλά στη γλώσσα τους, παριστάνει τον εύθικτο ή τον προσβεβλημένο όταν οι όροι της συμφωνίας τού φαίνονται υποτιμητικοί. Αγριεύει ενίοτε, χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι, ουρλιάζει και δήθεν σηκώνεται να φύγει.
Σε μια εποχή που οι ναρκο-σειρές («Narcos», «El Chapo» κ.λπ.) σημειώνουν τεράστια επιτυχία, ο Κύπριος πράκτορας θα μπορούσε να τις βλέπει και να καγ��άζει. Διότι όσα έχει ζήσει ο ίδιος, σε απόλυτα πραγματικές συνθήκες, σ��χνά ξεπερνούν τη μυθοπλαστική δεινότητα των σεναριογράφων. Και είναι μάλλον βέβαιο ότι τις καλύτερες, τις πιο εξωφρενικά επικίνδυνες, εντέλει τις πλέον απίστευτες ιστορίες τις έχει κρατήσει για τον εαυτό του – ίσως και για την οικογένειά του. Οπως λέει, «θέλω οι δικοί μου να ξέρουν με ποιους ήμουν στον πόλεμο, με τους καλούς ή με τους κακούς – αν μου συμβεί κάτι ξαφνικά». Ο ίδιος δεν κρύβει τα σφάλματά του – ακριβώς επειδή από αυτά πήρε τα μεγαλύτερα μαθήματα.
Ομηρος των εμπόρων ναρκωτικών
Το καλοκαίρι του 1994 ο Ενωτιάδης βρέθηκε στην πόλη Σάλτα, στο βόρειο τμήμα της Αργεντινής. Σκοπός του ταξιδιού του ήταν να συναντήσει δύο διακινητές ναρκωτικών ονόματι Λούις και Μιγκέλ. Υποτίθεται ότι από αυτούς θα αγόραζε, για λογαριασμό κάποιων Αμερικανών που τον είχαν χρίσει εκπρόσωπό τους, 10 τόνους κοκαΐνη. Ολα πήγαιναν κατ’ ευχήν μέχρι τη στιγμή που οι δύο Λατίνοι απαίτησαν να συναντηθούν απευθείας με τα πραγματικά αφεντικά του. Αμέσως η DEA άρχισε να εκπαιδεύει εντατικά δύο πράκτορές της προκειμένου να παραστήσουν τους ναρκο-βαρόνους.
Ωστόσο, ο χρόνος περνούσε και οι διακινητές δεν είχαν την υπομονή που τους ζητούσε ο Ενωτιάδης. Ανήμερα τη γιορτή των Ευχαριστιών, από τις πιο σημαντικές για τους Αμερικανούς, ο Λούις και ο Μιγκέλ έκαναν μια απροειδοποίητη επίσκεψη στον Ενωτιάδη. Τους επανέλαβε ότι, λόγω της αργίας, δεν μπορούσε να βρει τα αφεντικά του. Εκείνοι δεν πείστηκαν και τον έσυραν μαζί τους στο αεροδρόμιο του Μπουένος Αϊρες. Προτού επιβιβαστούν σε ιδιωτικό τζετ, κάποιος άρπαξε το διαβατήριό του. Ηταν σαφές ότι το πράγμα είχε αρχίσει να στραβώνει.
Σε έναν ενδιάμεσο σταθμό ο Κύπριος προσπάθησε να μιλήσει τηλεφωνικά με τον Μπιλ Γουάινμαν, τον προϊστάμενό του στο παράρτημα της DEA του Ντιτρόιτ. Δεν τα κατάφερε για άλλη μία φορά. Το αεροσκάφος απογειώθηκε ξανά. Ο τελικός προορισμός ήταν ένα σημείο στο πουθενά. Τον υποδέχτηκαν ένοπλοι άντρες μπροστά σε ένα κτίριο που έμοιαζε με αχυρώνα. Ενας από αυτούς του έδωσε ένα τηλέφωνο και του ζήτησε να καλέσει επιτόπου τους Αμερικανούς πελάτες του. Επιχείρησε ξανά να μιλήσει με τον Γουάινμαν, αλλά εις μάτην.
Απόδραση από τα βουνά της κόκας
Τον έσπρωξαν μέσα στον αχυρώνα και του ξεκαθάρισαν ότι, εάν την επομένη οι Αμερικανοί δεν ήταν στο Μπουένος Αϊρες, θα υπήρχαν συνέπειες. Ο Ενωτιάδης κατάλαβε ότι οι τύποι δεν αστειεύονταν και ότι ο ίδιος βρισκόταν σε πολύ άσχημη θέση, καθώς οι πράκτορες της DEA δεν θα ήταν διαθέσιμοι παρά μόνο αφότου ολοκληρωνόταν το τριήμερο των Ευχαριστιών. Προσπάθησε πάλι και πάλι αφήνοντας το ένα αγωνιώδες μήνυμα μετά το άλλο στον τηλεφωνητή του Μπιλ Γουάινμαν.
Μέσα στον αχυρώνα υπήρχαν βουνά κοκαΐνης, χύμα και συσκευασμένης, σε θεόρατες ντάνες από λευκά τούβλα, στοιβαγμένα πάνω σε παλέτες. Κάποια στιγμή άκουσε τους φρουρούς να αναφέρονται σε αυτόν σαν να ήταν κιόλας νεκρός. Του κόπηκε το αίμα. Του έδωσαν μια κουβέρτα και τον κλείδωσαν σε ένα δωμάτιο για να περάσει τη νύχτα, την πρώτη του ως ομήρου ενός καρτέλ ναρκωτικών.
Οταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι, άρχισε να ψηλαφεί το κελί του. Σε κάποιο σημείο ένιωσε αέρα να περνά κάτω από τον τοίχο. Απομάκρυνε μερικά τούβλα κοκαΐνης για να κάνει χώρο και με μια σανίδα που βρήκε άρχισε να σκάβει στο χώμα. Κατόπιν το έκανε με τα χέρια. «Πονούσαν τα χέρια μου πολύ, αλλά δεν είχα άλλο μέσο. Ανοιξα ένα πακέτο κοκαΐνης και κάλυψα τα πληγιασμένα μου χέρια με το πλαστικό περιτύλιγμα, για να μη σταματήσω το σκάψιμο», διηγείται ο Σπύρος Ενωτιάδης στον δημοσιογράφο του «New Yorker».
Τελικά, το πρωί της επομένης η τρύπα που είχε ανοίξει ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να συρθεί κάτω από τον τοίχο και να αποδράσει. Ετρεξε με όση δύναμη είχε ώσπου βγήκε σε έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Ενα φορτηγάκι σταμάτησε και τον πήρε, παρόλο που ήταν σε άθλια κατάσταση, ματωμένος, γδαρμένος και γεμάτος χώματα. Κι όμως είχε σωθεί.
Η μοναξιά του μυστικού πράκτορα Ενα από τα αρνητικά της δουλειάς του ήταν οι διαλυμένες σχέσεις. Κάποιες φορές χρειάστηκε να παρατήσει τις γυναίκες του μέσα σε λίγα λεπτά χωρίς προειδοποίηση Κάνοντας την αυτοκριτική του εκ των υστέρων, θεώρησε ότι στη συγκεκριμένη αποστολή έγιναν σοβαρά λάθη, τόσο από την υπηρεσία που δεν είχε προνοήσει να έχει κανάλι επικοινωνίας παρά την αργία όσο και από τον ίδιο.
«Πίστεψα ότι μπορούσα να τα καταφέρω μόνος μου», δηλώνει ο ίδιος, αναλογιζόμενος ότι θα μπορούσε να είναι νεκρός. Ξέρει όμως ότι το τίμημα της δουλειάς που έχει επιλέξει είναι βαρύτατο: διαρκείς μεταναστεύσεις εντός και εκτός ΗΠΑ, αλλαγές επίσημης επαγγελματικής ιδιότητας, κατεστραμμένες σχέσεις, διαλυμένοι γάμοι, ανύπαρκτη προσωπική ζωή – αν και σήμερα είναι παντρεμένος με την Αμερικανίδα Λου Αν. Η οποία προσπαθεί να περιορίσει τις αυτοκαταστροφικές του συνήθειες, όπως το να καπνίζει τρία πακέτα τσιγάρα την ημέρα παρά την ηλικία και την επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας του.
Μία από τις πρώην συντρόφους του, η Ελενα, Ελληνίδα τραγουδίστρια που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική και με την οποία ήταν μαζί αρκετό καιρό, έμαθε την αληθινή ιδιότητα του συντρόφου της ύστερα από μια μεγάλη επιτυχία της DEA το 2011. Οι δυο τους είχαν δεσμό από το 1994. Μάλιστα, το ζευγάρι κάποια στιγμή έφυγε από την Αμερική και άνοιξε ένα νυχτερινό κέντρο στο Μπουένος Αϊρες, εν είδει βιτρίνας, ώστε να έχει πρόσβαση στον κόσμο του εγκλήματος, ειδικά των ναρκωτικών.
Μαθαίνοντας ότι στην εξάρθρωση μιας σπείρας ναρκεμπόρων είχε βάλει το χέρι του ο εραστής της, η Ελενα κατάλαβε, σχεδόν 20 χρόνια μετά, γιατί την παράτησε ξαφνικά και εξαφανίστηκε χωρίς να της αφήσει ούτε αποχαιρετιστήριο σημείωμα. «Μέχρι σήμερα», έγραψε η Ελενα στον δημοσιογράφο του «New Yorker» «δεν ξέρω τι να πιστέψω από όσα μου έλεγε, τι ήταν αλήθεια και τι όχι. Μα, τόσα ψέματα πια; Είμαι έξαλλη μαζί του».
Ο Τσακαλάκης που δεν ήταν… τσακάλι
Η συνεργασία του με την DEA χρονολογείται από το 1988. Ολα ξεκίνησαν από το Μπουένος Αϊρες, όπου ��ποφάσισε να εγκατασταθεί μετά τη νεανική του περιπλάνηση, λόγω σπουδών και επαγγελματικών ενασχολήσεων, στην Ευρώπη. Στην πρωτεύουσα της Αργεντινής δημιούργησε μια εταιρεία εξαγωγής βοδινού κρέατος στις ΗΠΑ, ενώ απέκτησε έναν φίλο που θα του άλλαζε τη ζωή. Ηταν ο Σταύρος, ένας Ελληνας οδηγός ταξί – και έμπορος ναρκωτικών στις ελεύθερες ώρες του. Ο Σταύρος ρώτησε τον Σπύρο μήπως μπορούσε να διερευνήσει τις δυνατότητες της αγοράς κοκαΐνης στην Αμερική.
Ο Ενωτιάδης ζήτησε τη συμβουλή ενός Κυπρίου, τον οποίο εμπιστευόταν απόλυτα. Αυτός του συνέστησε να αποφύγει την Αστυνομία της Αργεντινής, διότι κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν διεφθαρμένη. Αντί γι’ αυτό, καλύτερα θα ήταν να αποταθεί απευθείας στην DEA. Οταν ο Ενωτιάδης πήγε στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο Μπουένος Αϊρες, οι πράκτορες της DEA τον στρατολόγησαν αμέσως ως πληροφοριοδότη – σε πρώτη φάση για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Του έδωσαν την εντολή να συνοδεύσει τον Σταύρο στον Παναμά, να παραστήσει τον μεγαλέμπορο ναρκωτικών και να συνδιαλλαγεί με τους διακινητές.
Αν και αυτή η πρώτη αποστολή κατέληξε σε αποτυχία εξαιτίας μιας απροσεξίας του που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή, η διείσδυση στον σκοτεινό κόσμο του εγκλήματος τον μάγεψε. «Κόλλησα. Και όταν κολλάς με αυτό, κολλάς άσχημα», παραδέχεται ο ίδιος. Το 1991 δοκίμασε να κάνει μια καινούρια επαγγελματική αρχή, μέσω μιας εταιρείας εισαγωγών-εξαγωγών και εμπορίας αλουμινίου και κρεάτων μεταξύ Ρωσίας και Αργεντινής. Παράλληλα έκανε δεσμό με τη Μαρία, Ελληνίδα ιδιοκτήτρια εστιατορίου. Ο αδελφός της νέας του ερωμένης γνώριζε έναν άλλον Ελληνα επιχειρηματία και μαγαζάτορα της νύχτας, τον Νίκο Τσακαλάκη.
Η υπόνοια ότι αυτός ανακατευόταν με το εμπόριο ναρκωτικών επιβεβαιώθηκε όταν κάποιο βράδυ στο κλαμπ που διατηρούσε στις Βρυξέλλες ο Τσακαλάκης κάλεσε στο γραφείο του τον Ενωτιάδη, ο οποίος τον είχε πείσει ότι ήταν άτομο απολύτου εμπιστοσύνης. Ο Τσακαλάκης έβγαλε ένα βουναλάκι ηρωίνης, την έκοψε σε γραμμές και σνίφαρε. Πρόσφερε και στον φιλοξενούμενό του, εκείνος όμως ευγενικά αρνήθηκε το κέρασμα με τη δικαιολογία του έμπειρου: «Οταν πίνω ��λκοόλ, δεν κάνω drugs». Ο Τσακαλάκης άρχισε να κομπάζει ότι έχει άκρες στους Αφγανούς παραγωγούς της καλύτερης ηρωίνης στον κόσμο. «Μπορείς να μου βρεις κάποιον να τη σπρώξει στην Αμερική;» ρώτησε ο Τσακαλάκης τον Ενωτιάδη. Εκείνος απάντησε αόριστα ότι θα το κοίταζε. Επικοινώνησε αμέσως με τους ανθρώπους της DEA στις Βρυξέλλες.
Τον ενημέρωσαν ότι ο Τσακαλάκης ήταν στο στόχαστρο της Βελγικής Δίωξης για πολλά χρόνια, αλλά δεν είχαν καταφέρει να τον πιάσουν. Εφαρμόζοντας το σχέδιο της DEA, ο Ενωτιάδης είπε στον Τσακαλάκη ότι είχε μιλήσει με τους κατάλληλους ανθρώπους στη Βοστόνη και ότι, σε πρώτη φάση, του ζήτησαν να διαπραγματευτεί για 50 κιλά ηρωίνης. O Τσακαλάκης τσίμπησε για τα καλά. Αφού ενημέρωσε τον Ενωτιάδη για την τιμή του εμπορεύματος, τον κάλεσε να πάνε μαζί στο Αμστερνταμ. Εκεί τους περίμενε ο Ζεράρ Ράβεν, ένας γιγαντόσωμος Ολλανδός, συνεργάτης του Τσακαλάκη.
Ο Ράβεν εντυπωσιάστηκε από την ολοκαίνουρια Alfa Romeo που οδηγούσε τότε ο Ενωτιάδης και του ζήτησε να την ανταλλάξουν με μια ποσότητα ηρωίνης. Εκείνος κατάλαβε ότι ο Ράβεν τον τσέκαρε, γι’ αυτό και προσποιήθηκε ότι ενθουσιάστηκε με την ιδέα της ανταλλαγής. Το επόμενο βήμα έγινε όταν ο Τσακαλάκης, ο Ράβεν και ο Ενωτιάδης μαζί με άλλο ένα άτομο πήγαν στην Αμερική για να συναντηθούν με τους υποτιθέμενους πελάτες. Το ταξίδι αυτό έγινε στις αρχές του 1993 και η DEA είχε κλείσει για τους Ευρωπαίους VIP τέσσερις πολυτελείς σουίτες στο «Swissôtel», στο κέντρο της Βοστόνης.
Εμφανίστηκαν δύο πράκτορες που υποδύονταν τους εμπόρους, επέδειξαν διαχυτικότητα με τον Ενωτιάδη, σαν να ήταν κολλητοί από παλιά, και διοργάνωσαν εξόδους σε ακριβά εστιατόρια για όλη την ομήγυρη. Η συμπεριφορά τους, οι χειρονομίες τους, όπως τα αστρονομικά φιλοδωρήματα που άφησαν στους σερβιτόρους κ.λπ., έπεισαν τον Τσακαλάκη και την παρέα του ότι είχαν να κάνουν με γνήσιους ναρκέμπορους. Ενα απόγευμα οι πράκτορες πήραν τους Ευρωπαίους από το ξενοδοχείο και τους πήγαν σε μια τράπεζα. Εκεί ο διευθυντής τούς οδήγησε στο θησαυροφυλάκιο, στον χώρο με τις θυρίδες. Ενας από τους άντρες της DEA άνοιξε μία από αυτές και έβγαλε δεσμίδες με χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων. Ο διευθυντής, ο οποίος ήταν και αυτός ��το κόλπο, είπε στον Ενωτιάδη, τον Τσακαλάκη και τον Ράβεν «αυτά τα πακέτα γράφουν το όνομά σας». Πλέον δεν υπήρχε καμία υποψία.
Ο Τσακαλάκης έδωσε τα χέρια με τους δήθεν πελάτες και διαβεβαίωσε ότι θα έστελνε το «πράμα» μόλις έφτανε στις Βρυξέλλες. Η αποστολή του Ενωτιάδη είχε ολοκληρωθεί. Η DEA συνέχισε χωρίς τη βοήθειά του στο εξής και, δύο χρόνια αργότερα, το 1995, ο Τσακαλάκης και οι συνεργάτες του εκδόθηκαν στις ΗΠΑ. Στο δικαστήριο ομολόγησαν την ενοχή τους και τους επιβλήθηκαν ποινές από 6 έως 9 χρόνια φυλάκισης. Εκτός από τα συγχαρητήρια -και την αμοιβή του- από την DEA, όμως, ο Σπύρος Ενωτιάδης είχε ορισμένες προσωπικές απώλειες, καθώς δεν μπορούσε πια να επιστρέψει ποτέ στις Βρυξέλλες. Ο δεσμός του με τη Μαρία κατ’ ανάγκην θυσιάστηκε στο όνομα του καθήκοντος. «Αν πατούσα ξανά το πόδι μου στις Βρυξέλλες, οι άνθρωποι του Τσακαλάκη θα με έκοβαν φέτες», αναφέρει ο πράκτορας για την υπόθεση ψυχρά, σαν να μην αφορούσε την ίδια του τη ζωή.
Η ζωή ως «καρφί»
Το προσωπικό κόστος μπορεί να είναι βαρύ, αλλά η δουλειά του ως «καρφί» για λογαριασμό της DEA είναι, ομολογουμένως, ιδιαίτερα προσοδοφόρα. Ο Ενωτιάδης έχει κερδίσει εκατομμύρια δολάρια, κυρίως ως μπόνους, μετά τις αποστολές που κατέληξαν σε «μεγάλα ψάρια» του ναρκεμπορίου. Ωστόσο, ο ίδιος ξεκαθαρίζει ότι ουδέποτε τα χρήματα ήταν το κίνητρό του. «Κάθε φορά που αναλάμβανα να παίξω έναν ρόλο, ένιωθα σαν να με προκαλούσαν να παίξω σκάκι. Το μόνο που ήθελα, ήταν να νικήσω», λέει για την οπτική που είχε ανέκαθεν στη δουλειά του και συμπληρώνει: «Αν με βάλεις να παίξω τον ρόλο ενός απλού, καθημερινού ανθρώπου, δεν θα τα καταφέρω. Το κλειδί είναι να είμαι φυσικός. Εάν εσύ που είσαι απέναντί μου ήσουν ένας έμπορος ναρκωτικών, θα είχες έρθει να με συναντήσεις επειδή θα πίστευες πως μπορώ να σου προσφέρω αυτό που χρειάζεσαι.
Εάν δεν το πιστεύεις αυτό, τότε έχω να πω το εξής: ‘‘Ξεκουμπίσου από μπροστά μου, πήγαινε στον διάολο. Δεν σ’ έχω ανάγκη. Ποιος νομίζεις ότι είσ��ι εσύ για να αμφισβητήσεις εμένα; Γιατί πρέπει εγώ να αποδείξω ποιος είμαι; Εάν είσαι τόσο σπουδαίος, δείξε μου τώρα 10 τόνους κοκαΐνης. Πού έχεις την κόκα; Πάμε τώρα να μου δείξεις». Θα μπορούσε ένας άνθρωπος όπως ο Σπύρος Ενωτιάδης να έχει ηθικές αναστολές; «Οταν δουλεύω σε μια αποστολή, δεν νιώθω καρφί, ρουφιάνος ή οτιδήποτε τέτοιο. Νιώθω ως προέκταση του μηχανισμού επιβολής του νόμου. Είμαι σαν οποιονδήποτε μυστικό πράκτορα.
Οι ναρκέμποροι μέσα τους θέλουν να με πιστέψουν, διότι έχουν απίστευτο ναρκισσισμό, είναι πεπεισμένοι ότι μπορούν να κάνουν ό,τι γουστάρουν. Περιστοιχίζονται απ’ όλους αυτούς που τους φιλάνε τα πόδια όλη μέρα. Και πιστεύουν ότι εγώ είμαι φίλος τους. Εγώ όμως είμαι κάτι σαν σχοινί: αυτοί πιάνονται και τυλίγονται, μέχρι που κρεμιούνται, επειδή είναι βουτηγμένοι στη βρώμα. Τους λυπάμαι, αλλά ξέρουν από την αρχή πού μπλέκουν».
Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης