Skip to main content

Αν ζούσε ο Thomas Szasz, θα τον ρωτούσα για τους Έλληνες πολιτικούς είπε ότι ;



%25CF%2589%25CE%25B2%25CF%2587%25CF%2588%25CE%25B1%25CE%25BB%25CE%25BBΟ αυνανισμός είναι η πιο διαδεδομένη σεξουαλική δραστηριότητα . Τον 19ο αιώνα τον θεωρούσαν αρρώστια. Σήμερα, θεραπεία. Thomas Szasz, 1920-2012, Ουγγροαμερικανός ψυχίατρος Η Είδηση είναι:

Φίλης: Θα αλλάξουμε τα βιβλία Ιστορίας. %25CE%25BD%25CE%25B2%25CE%25B2%25CE%25BD%25CE%25BD%25CE%25B2
Νέες αναταράξεις προκαλεί η απόφαση του υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη να ξαναγράψει τα σχολικά βιβλία Ιστορίας και να εντάξει σε αυτά την περίοδο του Εμφυλίου. Και αυτό γιατί η προϊστορία του συγκεκριμένου υπουργού σε ότι αφορά τη Γενοκτονία των Ποντίων και η απόκρυψή της από τα σχολικά εγχειρίδια, δεν αποτελεί εγγύηση για το τι θα ενταχθεί στα βιβλία και πως.
Διακαής κρυφός πόθος του, όπως, και όλων των προηγούμενων υπουργών πχ η Κυρία Μ Γιαννάκου Κουτσίκου, είναι η εξαφάνιση κάθε αναφοράς που κάνει τους Έλληνες να θυμούνται τις χαμένες πατρίδες και να είναι υπερήφανοι .Έχουν αποθρασυνθεί τόσο που σε λίγο θα εξαφανίσουν κάθε αναφορά και στον Ρήγα Φεραίο και τον Θούριο γενικά, δηλαδή να ξεχάσουμε και να αντιστεκόμαστε ή να ελπίζουμε.
ΘΟΥΡΙΟΣ

Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά, μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά; Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά, να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά; Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς, τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς; Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά; στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά. Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθείς ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθείς.
Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει, κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει. Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδείς.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί, σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί. Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί, ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά αφορμή.
Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν, να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν. Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι να ’ ν ’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός, και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός. Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά, να ζούμε σαν θηρία, είν’ πιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψ��λά στον ουρανόν ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε, στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ. Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ, εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσο ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός, για να τους αφανίσω, θε να `ναι σταθερός. Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν, αχώριστος για να `μαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο ουρανός, και να με κατακόψει, να γένω σαν καπνός.
Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά, για την πατρίδα όλοι, να `χωμεν μια καρδιά. Στην πίστην του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζει, στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή, Για την ελευθερίαν, να ζωσωμεν σπαθί, πως είμαστ’ αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθεί.
Όσοι απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενιτιά στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθει τώρα πια. Και όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές, τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές. Ως ποτ’ οφικιάλιος, σε ξένους Βασιλείς; έλα να γένεις στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθεί ή να κρεμάσει φούντα, για ξένον στο σπαθί. Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πια εχθροί, αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν, εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν. Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά ως πότε στες σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί, κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή. Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια, και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σαν θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί, με τα άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανεί, Το αίμα σας ας βράσει, με δίκαιον θυμόν, μικροί μεγάλοι ��μώστε, τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντρειωμένοι, Μαυροθαλασσινοί, ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννεί. Μην καρτερείτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί, χωθείτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών, σαν αστραπή χυθείτε, χτυπάτε τον εχθρόν. Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά, καιρός είν’ της πατρίδος, ν’ ακούστε την λαλιά.
Κι όσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά, οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά. Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γενείτε ένα κορμί, κατά της τυραννίας, ριχθείτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί, ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή. Τι στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός; τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς, με τον ραγιά ενώσου, αν θέλεις να νικάς. Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί, Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματα σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν. Γκιουρντζή πια μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν, τον Προύσια να μοιάσεις, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανείς. Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να σηκωθείς, στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθείς.
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά, δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά. Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανεί, για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή, χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθεί. Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά, να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν, και σαν αστροπελέκια, χτυπάτε τον εχθρόν. Ποτέ μη στοχαστείτε, πως είναι δυνατός, καρδιοχτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.
Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδεί, πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί. Λοιπόν γιατί αργείτε, τι στέκεστε νεκροί; ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.
Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σαν θεριά, για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά. Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν, και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν. Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψει ο σταυρός, και στην δικαιοσύνην, να σκύψει ο εχθρός.
Ο κόσμος να γλιτώσει, απ’ αύτην την πληγή, κι ελεύθεροι να ζωμεν, αδέλφια εις την γη.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης