Skip to main content

Οι Έλληνες χωρικοί συνήθιζαν να λένε ότι δουλεύουν για τρεις μάστιγες: τους παπάδες, τους κοτζαμπάσηδες και το��ς Τούρκους.

aoristies-placeholder image



%CE%B3%CE%B7Ο ζημιών το έθνος ουδένα ζημιοί.
Ήδη από το 1714 οι πρόκριτοι του Μοριά, απέκτησαν προνομιακή μεταχείριση από μέρους των Τούρκων και κατέστησαν κοτζαμπάσηδες, διότι <<επρόσφεραν την πατρίδα τους αυθορμήτως να ενωθεί με την λοιπήν Οθωμανική Αυτοκρατορίαν>> θέλοντας να απαλλαγούν από την ενετική κατοχή. Προς τούτο κάλεσαν τον Τοπάλ πασά της Θήβας να μπει με το στρατό του στην Πελοπόννησο, η οποία μέσα σε εκατό μέρες έγινε τουρκική επαρχία. Παρά την προθυμία, όμως, των προκρίτων της να ενωθεί με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το αδούλωτο φρόνημα του λαού της απέδειξε ότι έγινε η πιο δύσκολη επαρχία της Τουρκίας. Για τον λόγο αυτό για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους οι Οθωμανοί, κρατούσαν όμηρους στην Πύλη έναν αριθμό προκρίτων Μοραϊτών τους επονομαζόμενους Βεκίληδες. Ενώ τυπικά και πολιτικά οι βεκίληδες ήταν
ένα είδος εγγυητών της υπακοής των συμπατριωτών τους στην τουρκική εξουσία, στην ουσία επηρέαζαν τα πολιτικά πράγματα του Μοριά με τις γνωριμίες των αξιωματούχων και κυρίως με την δωροδοκία. Χάρη στους Βεκίληδες, οι προεστοί του Μοριά είχαν την δυνατότητα να έρχονται σε απευθείας επαφή με την κεντρική Οθωμανική Διοίκηση για κάθε ζήτημα του τόπου ερήμην του Μορά Βαλεσή. Ο τελευταίος κυβερνούσε την ‘’τζετζιρέ’’, όπως λεγόταν ο Μοριάς στα επίσημα έγγραφα, και λογοδοτούσε στον μεγάλο Βεζίρη. Μάλιστα στο μεγάλο του πασά της Τριπολιτσάς συμμετείχαν και εκπρόσωποι των κοτζαμπάσηδων, οι λεγόμενοι μοραγιάννηδες. Όλες κατά την επανάσταση μεγάλες κοτζαμπάσικες οικογένειες του Μοριά, έγιναν μεγάλες και πλούσιες, χάρη στις σχέσεις τους με τους Τούρκους. Εκμεταλλεύονταν την παραχωρηθείσα από τους Τούρκους τοπική αυτοδιοίκηση καθαρά για δικό τους συμφέρον. Αρκεί να αναφέρω ένα παράδειγμα. Ο Τούρκος Βοεβόδας του Πύργου νοίκιαζε από την Πύλη τα λιμενικά δικαιώματα για 3.500 γρόσια και τα υπενοικίαζε σε ένα κοτζαμπάση για 17.500 και ο τελευταίος εισέπραττε από τους κατοίκους 45.500 γρόσια. Έτσι έγιναν οι μεγάλες περιουσίες και οι ‘’ μεγάλες οικογένειες’’, που κυβέρνησαν τον τόπο, και μερικές ακόμη τον κυβερνούν. Η οικονομική αυτή δύναμη των προεστών τους εξασφ��λιζε προνόμια, διοικητική και δικαστική εξουσία. Μάλιστα, χωρίς τη δική τους συναίνεση ήταν δύσκολο να επιβληθεί νέος φόρος. Οι μοραγιαννήδες τελικά δεν ήσαν μόνο αντιπρόσωποι των κοτζαμπάσηδων, αλλά και υπάλληλοι των Τούρκων, επιφορτισμένοι με την είσπραξη των φόρων. Με την συμμετοχή στο δεύτερο συμβούλιο του Πασά, είχαν γνώμη στον καθορισμό των φόρων και των μισθώσεων του φόρου, και αναλόγως με την επιρροή που ασκούσαν στους Αξιωματούχους Τούρκους και με τις δωροδοκίες τους, άνοιγε ο δρόμος να γίνουν βεκίληδες στην Κωνσταντινούπολη. Εύκολο είναι να συμπεράνει κανείς το όργιο διπροσωπίας, ραδιουργίας, συναλλαγής και διαφθοράς που επικρατούσε. Οι βεκιλήδες, οι μοραγιαννήδες και οι κοτζαμπάσιδες, πάντοτε και σε κάθε περίσταση, δαιμόνιοι, ραδιούργοι, πανούργοι και διπλωμάτ��ς, ήσαν τα μακριά χέρια των Μοραΐτικων οικογενειών στην Πύλη. Η μεταξύ των οικογενειών αυτών φαγωμάρα και καυγάς γινόταν για το πάπλωμα. Η μισαλλοδοξία και οι ίντριγκες ξεπερνούσαν κάθε όριο. Η διαπλοκή αυτή προσέδωσε ιστορικά, αλλά και άδικα, τον τίτλο του ‘’ Πονηρού Μοραΐτη’’, σε όλους γενικά τους κατοπινούς Μοραΐτες. Ήταν φυσικό ότι, για να διακριθείς ως μοραγιάννης, είτε ως βεκίλης, έπρεπε να είχες κάποιες γνώσεις και να γνωρίζεις γράμματα, αλλιώς δεν ήταν να πετύχεις και να φέρεις εις πέρας την αποστολή σου. Οι γνώσεις λοιπόν αυτές των Μοραϊτών, διαμόρφωσαν την παροιμία ‘’ στη Ρούμελη είναι η λεβεντιά και στον Μοριά η γνώση’’ . Τέτοιες λοιπόν ήταν οι πολιτικές συνθήκες της εποχής εκείνης, με βάση τις οποίες δημιουργήθηκαν οι μεγάλες περιουσίες και τα περισσότερα από τα σημερινά ‘’τζάκια’’, που υπερηφανεύονται για τους προγόνους τους που δεν ήσαν τίποτε άλλο, παρά επαίσχυντοι συνεργάτες του κατακτητή, μαυραγορείτες του ’21, χριστιανοί Τούρκοι, οι οποίοι πλούτισαν σε βάρος του φτωχού ραγιά. Ας μην καμαρώνουν λοιπόν οι απόγονοι για τα ‘’τζάκια τους’’. Είναι κτισμένα με τον ιδρώτα, τον πόνο και την εκμετάλλευση και το αίμα των αθώων θυμάτων, των ραγιάδων που ήταν έρμαιο στα χέρια τους.
Τα Ψίλα γράμματα της Ιστορίας Θεοδωρος Δημοσθ. Παναγόπουλος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *


Διαβάστε επίσης